Στο 2 παρά το τέταρτο

Ήμεθά σε κρίση σε σχεδόν όλα τα επίπεδα. Λέω σχεδόν γιατί σε προσωπικό επίπεδο κυριαρχεί θάλασσα λάδι. Τα έχουμε βρει στο 2 παρά 30. Στο περίπου 3 ήταν
τρια δύσκολα χρόνια της ενηλικίωσης. Ας τα ονομάσουμε quarter life crisis και ας την περνάνε κάποιοι νωρίτερα ή αργότερα. Τα κάναμε tabula rasa. Πρώτα χωρίσαμε. Να΄ ναι καλά το παλικάρι, είναι και νέος μπαμπάς τώρα ενός κορίτσαρου, ζωή να ‘χει το πλάσμα. Μετά στρώσαμε τα επαγγελματικά, πήγαμε να στρώσουμε ταυτόχρονα να προσωπικά και πέσαμε τ’ ανάσκελο. Αφήσαμε τα προσωπικά αφενός γιατί ήταν πιο δύσκολα αφετέρου πιο επίπονη διαδικασία. Στρώσαμε τα επαγγελματικά στα μέση της κρίσης, και απολαμβάνουμε πλέον τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής.

Όσοι αναρωτιέστε αν πάσχετε από το φαινόμενο της κρίσεως του τετάρτου, παρακαλώ ακολουθήστε το link εδώ

Με βάση όσα διάβασα στο άρθρο στην Guardian διακρίνουμε διαφορετικές φάσεις της κρίσης του τετάρτου. Σε ότι φάση και να βρίσκεστε, να την δείτε σαν καταλύτη για αλλαγές με θετική χρεία στην ζωή σας. Σαν ηφαίστειο που ξυπνά ένα πράμα, αντί να φρικάρετε πως έχετε κλείσει σαν άνθρωποι.

Πριν δυο χρόνια βρέθηκα στο Λονδίνο για να ηρεμήσω και καλά
Με το κινητό στο χέρι μιλώντας με το αφεντικό διότι το πελατών ήταν απαιτητικό. Δεν βαριέσαι. Γυρίσαμε και εκτάκτως από το την Τζιά διότι είχα μεν εκλογές. Ναι, παίδες, το έκανα και αυτό το σπορ στα νιάτα μου. Πέρσι το ζήσαμε και πάλι στην Σαντορίνη. Φέτος ρυθμίσαμε το μηνυματάκι «Out of office».  Επίσης, σαν να θέλει να μου πει κάτι η ζωή και το μπλακμπέριον  τα έχει παίξει κοινώς και θα έπρεπε να πάει για service. Θα το πάω αφού γυρίσω από τα μπανάκια μου. Άχρηστο πράμα το κινητό στην παραλία, μόνο για ένα πράμα το θες
για το αγόρι ή το κορίτσι της διπλανής ψάθας για να ανταλλάξετε νούμερο και να κλείστε ραντεβού για ποτάκι με φεγγαράδα. Αλλά αυτό και χωρίς κινητό γίνεται όταν υπάρχει καλή διάθεση. 😉

Τις προάλλες συνάντησα έναν έρωτα από τα παλιά για ένα καφέ. Κάναμε πλάκες μεταξύ πονηρού και αστείο. Γυρνάει και μου λέει: «Σαν να επέστρεψες στην ζωή. Καιρός ήταν. Χαμογελάς πάλι.»

Τα σέβη μου

Ραβασάκια με αφιερώσεις

Καλοκαίρι, καλοκαιράκι με τους έρωτες τις διπλανής ψάθας και του τραπεζίου απέναντι να έρχονται απαλά σαν το αεράκι το βράδυ με ηλιοβασίλεμα. Πάνε χρόνια πολλά. Έφηβοι τότε και οι δύο. Εκείνος δούλευε σερβιτόρος σε μπαράκι και εκείνη περνούσε της μέρες της σε ένα ποδήλατο και βόλτες με τα κορίτσια.

Τον είχε ερωτευτεί όταν τον πρωτοείδε και πάντα ήθελε την προσοχή του, είτε στους αγώνες σκάκι που οργάνωνε η παρέα τα απογεύματα, είτε με τις αντοχές της στο ποδήλατο, είτε με τα νάζια που του έκανε.

Όταν εκείνος γυρνούσε τα χαράματα από την δουλειά, έβρισκε στο μαξιλάρι του πριν ξαπλώσει, τα ραβασάκια της, με αφιερώσεις τραγουδιών. Της άφηνε και εκείνος στο ίδιο σημείο τα δικά του. Εκείνη έμπαινε στα κρυφά τα απογεύματα στο δωμάτιο του από την βεράντα με την βοήθεια της φίλης της, και αδερφής. Όμορφο θέαμα να τους έβλεπες πόσο προστάτευαν το μικρό γλυκό τους μυστικό. Τόσο πολύτιμο τους ήταν.

Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνη ήταν μόλις δεκαπέντε, πήρε και το πρώτο μακρύ της φόρεμα, σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο, με σκίσιμο στο πλάι και δέσιμο στο λαιμό και το φορούσε μόνο για εκείνον. Έτσι του είχε υποσχεθεί και εκείνος φρόντιζε να την κάνει να χαμογελάει.

Σαν σήμερα λοιπόν φόρεσε εκείνο το φόρεμα. Πήγε να πάρει την φίλη της για την καθιερωμένη απογευματινή βόλτα. Εκείνος την έβλεπε να πλησιάζει από το δωμάτιο του. Την χάζευε. Όταν έφτασε βγήκε έξω για να την χαιρετίσει. Μητέρα και αδερφή έκαναν πως δεν άκουγαν από το σαλόνι.

Το κορίτσι ανεβαίνει τις σκάλες του σπιτιού. Στέκεται στην πόρτα του αγοριού μπροστά. Εκείνος την αγκαλιάζει στην μέση και το πρώτο τους φιλί έγραψε ιστορία, όπως και το τελευταίο τους που μόνο το φεγγάρι και τ’ άστρα είχε μάρτυρες.