RIP σε μια υποτιθέμενη φιλία

Bittersweet memories
that is all I’m taking with me.
So, goodbye. Please, don’t cry.
We both know I’m not what you, you need.

I hope life treats you kind
And I hope you have all you’ve dreamed of.
And I wish to you, joy and happiness.
But above all this, I wish you love.

 

Η αλήθεια είναι, πως ο αποχαιρετισμός μου δεν έχει την ίδια γλύκα με την συνάντηση μας πριν πολλά χρόνια. Τότε ήμουν ακόμα παιδί. Δυστυχώς μεγάλωσα. Δυστυχώς έμεινες το ίδιο κακομαθημένο παιδί τον βορείων προαστίων που ήσουν. Σου εύχομαι ότι καλύτερο για την ζωή σου. Το αξίζεις. Συγχώρα με που προτιμώ να συνεχίσω τον δικό μου δρόμο, ο δικός σου δεν μου ταιριάζει. Όπως ξέρουμε και πως η αγάπη δεν θέλει εγωϊσμούς. Καλή καρδιά λοιπόν και ας μην καταλαβαίνεις ακόμα τι σημαίνει η ευχή “Να’σαι καλά”. Όταν μεγαλώσεις.

Γεια χαρά! Να΄σαι καλά!

Λίγο ακόμα…

Μια παρά. Δεν έχω μια ώρα που γύρισα σπίτι από μια μέρα γεμάτες συναντήσεις. Κουρασμένη…εξαντλημένη…όσο και να αγαπάω να μιλάω για την δουλειά μου, όσο και να λάμπουν τα μάτια μου όταν γίνεται αυτό (ναι, ξέρω πως έχω να μάτια μικρού παιδίου όταν συμβαίνει…), αλλά τέτοια ώρα δεν θα ήθελα να μιλήσω για όλα αυτά.

Το σπίτι κρύο. Πρέπει να φροντίσω το θέμα του πετρελαίου επειγόντως. Αύριο ξανά συναντήσεις. Τηλέφωνα, email.

Χουχουλιάζω κάτω από παπλώμα και κουβέρτα σαν μικρό παιδί.  Όλα θα μπουν σε μια τάξη. Kρυώνω από κούραση.

Λίγο ακόμα κοριτσάκι, λίγο κάνε υπομονή.

Ένα ζεστό γάλα και ύπνο. Σαν να νιώθω ζεστά δάκρυα στο πρόσωπο μου. Συμβαίνει από ένταση…Κοιμάμαι.

Το μέλλον της Ελλάδας κοιμήθηκε με χαμόγελο 🙂

Θέμα μυαλού…και καρδιάς.

Παρασκευή βράδυ. Οι μέρες κυλούν με email, τηλέφωνα, ξανά συναντήσεις. Ο κάθε πικραμένος να κάνει ηθικά επιλήψιμες πράξεις και νομίζει πως ο κόσμος γύρω του τρώει χόρτο. Α, ρε ελληνάρα, ακόμα δεν έπεσες αρκετά χαμηλά για να σηκωθείς. Εκεί επιμένεις στο πισώπλατα, στο πως να την φέρεις στον άλλον για να αναδειχθείς αντί να φροντίσεις να κάνεις καλά την δουλειά σου, το μέτρο σου η επιτυχία των άλλων όχι η δική σου ευθύνη προς το σύνολο. Ξέχασες αξίες για το άρπα κόλλα, το τα-πάντα-όλα, το τσαμπέ και καβαλοκαλαμέ.

Κυριακή απόγευμα. Στην πόλη βρέχει. Έπιασε χειμώνας πια ακόμα και στην νότια Ελλαδίτσα. Οι δρόμοι άδειοι. Στις καφετέριες του Κολωνακίου ο κόσμος μειωμένος από το σύνηθες. Κάπου εκεί ο έχοντας προσφέρει στον μη έχοντα και του λέει «Άσε, φιλαράκι, να΄μαστε καλά και να μη ξεχνάμε τον άνθρωπο δίπλα μας, την ανάγκη του να είναι άνθρωπος και αυτός.» Κάπου εκεί, κοντά στο Χίλτον, εκεί που οι λιμουζίνες και τα χλιδάτα αμάξια έχουν βρει ένα φυσικό περιβάλλον τους, το ίδιο σκηνικό «Άσε, κοριτσάκι, ένα τσάι ήταν, ζεστό νερό με λίγο γεύση αν το καλοσκεφτείς. Νεράκι του Θεού.»

Μια ματιά προς τον Λυκαβηττό, θυμάμαι εκείνο το παιδί που με αγωνία μια άνοιξη μου προσέφερε μια καρδία από λευκόχρυσο, και άλλη μια ανεκτίμητης αξίας, την δική του. Πως περνά ο καιρός. Μεγαλώνουμε. Οι τυχεροί από εμάς είναι τόσο πλούσιοι σε αναμνήσεις και βιώματα που δεν σταματούν να είναι άνθρωποι, σε μια πραγματικότητα που θέλει να μοιάζει απάνθρωπη. Όπως το δει κανείς, στο τέλος είναι όλα θέμα μυαλού…και καρδιάς.

Κάποτε, κάπου κάποιοι

Wien  Cafe Landmann 01 (1 von 1)

Είναι Σάββατο βράδυ και η Βιέννη καλωσορίζει το φθινόπωρο. Περπάτημα κάπου στο κέντρο τις αριστοκρατικής πρωτεύουσας της γηραιάς ηπείρου. Εκείνη με τζίν, ένα t-shirt και χωρίς μακιγιάζ. Εκείνος με κοστούμι. Περπατάνε προς το γνωστό καφέ “Landtmann”. Οι θαμώνες στα πρότυπα της καθωσπρέπει υψηλής και όχι μόνο κοινωνίας. Έρχονται και τα ροφήματα και η κουβέντα δεν σταματά ακόμα και αφού φτάνουν λίγο μετά τα μεσάνυχτα στο σημείο όπου χωρίζουν οι δρόμοι τους. Αν δεν θα φυσούσε παγωμένος αέρας θα είχαν κάτσει και άλλες ώρες σε μια γωνία και θα λέγανε για όσα είναι και δεν είναι στην ζωή τους. Δουλεύουν πολλοί και ακόμα και ο αργοβραδυνός περίπατος στην πόλη φαίνεται πολυτέλεια. Εκείνος άφησε την Ελλάδα, έρηξε μαύρη πέτρα και απορεί πως εκείνη επιμένει και δεν την αφήνει. Αλλά και πάλι νοσταλγούν με τον ίδιο τρόπο για τον τόπο που φιλοξενεί όσα αγαπούν.