Η Ελληνική Κομματική Δημοκρατία

Για πρώτη φορά στη διάρκεια του 20ου αιώνα, στην Ελλάδα εδραιώνεται ένα τόσο δημοκρατικό πολιτικό σύστημα όπως αυτό της μεταπολίτευσης. Είναι εδραιωμένο, παγιωμένο και σταθεροποιημένο. Αυτά τα χαρακτηριστικά φαίνονται πολύ αρμονικά για το γεγονός ότι το κομματικό σύστημα της χώρας είναι ανταγωνιστικό και αναδεικνύει από τις εκλογές κυρίως μονοκομματικές κυβερνήσεις, είτε από τη Νέα Δημοκρατία, είτε από το ΠΑΣΟΚ. Στην πολιτική σκηνή της χώρας εμφανίζονται και εξαφανίζονται πολλές φορές στη διάρκεια του χρόνου διάφορα κόμματα.

Το κομματικό σύστημα της Ελλάδας της Μεταπολίτευσης, όσο καινούργιο και διαφορετικό από το προδικτατορικό είναι, τόσο εμπεριέχει και κάποια στοιχεία από αυτό. Κανένα κομματικό σύστημα δεν ξεκινάει να εδραιώνεται από το πουθενά χωρίς να έχει βάσεις. Πριν την εδραίωση της στρατιωτικής δικτατορίας το 1967, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας φαίνονται να συγκεντρώνονται σε τρία μπλοκ δυνάμεων – η Δεξιά, η Αριστερά και το Κέντρο . Αυτά συγκεντρώνουν γύρω στο 90% των ψήφων σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Η κάθε παράταξη αντιπροσωπεύει έναν συγκεκριμένο πολιτικοϊδεολογικό χώρο που επηρεάζει και διαμορφώνει μια ξεχωριστή κοινωνική ομάδα και εκλογική βάση.

Η Δεξιά, είτε ως Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση είτε ως Ν.Δ., κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή μέχρι το 1981, οπότε και πραγματοποιείται η άνοδος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην εξουσία .

Σήμερα, το πολιτικό τοπίο έχει διαφοροποιηθεί με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, το οποίο διεκδικεί ψηφοφόρους της Αριστεράς και η δύναμη των Κομμουνιστικών Κομμάτων έχει ελαττωθεί μεταπολιτευτικά. Θα μπορούσαμε μεν, να το τοποθετήσουμε στην Αριστερά αλλά διαφέρει από αυτήν καθώς περισσότερο ανήκει στο χώρο της κεντροαριστεράς. Η συντηρητική παράδοση αντιπροσωπεύεται από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Τα κόμματα κατάφεραν να εδραιώσουν ένα είδος κομματοκρατίας, που διαπνέει ακόμα και την κοινωνία πολιτών. Μπορούμε να περιγράψουμε αυτό το στοιχείο ως μη – θεσμοθετημένο σύστημα πατρωνίας ή πελατειακών σχέσεων που υποκαθιστά και παρεμποδίζει άλλους τρόπους εκπροσώπησης .

Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και γενικότερα όλος ο κρατικός μηχανισμός επηρεάζεται από τις σχέσεις των κομμάτων με την εκλογική πελατεία τους. Αν αναρωτηθούμε για το αν το κράτος ελέγχει τα κόμματα ή τα κόμματα το κράτος, η απάντηση μας θα κλίνει περισσότερο προς το δεύτερο. Οι πελατειακές σχέσεις έχουν εισβάλει στην πολιτική καθημερινότητα σε τέτοιο βαθμό ώστε η αυτονομία της κοινωνίας έναντι του κράτους να έχει αποδυναμωθεί δραστικά . Βέβαια, υπάρχουν αιτίες για το φαινόμενο των πελατειακών σχέσεων στην Ελληνική πολιτική πραγματικότητα.

Τα κόμματα δεν έχουν επαρκείς οργανωτικές δομές και οι πελατειακές σχέσεις αντικαθιστούν κατά κάποιο τρόπο τους κομματικούς μηχανισμούς τους και είναι απαραίτητες για την επιτυχία των κομμάτων στις εκάστοτε εκλογές . Παρατηρούμε μια ταύτιση μεταξύ κυβερνόντος κόμματος και κράτους. Αυτό έχει επίπτωση και στο ευρύτερο σύστημα εργασιακών σχέσεων, το οποίο στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από κρατικό – κορπορατιστικές πρακτικές , δηλαδή από κρατική παρέμβαση. Αντί να εδραιωθεί ένα πραγματικό κοινωνικό συμβόλαιο, όπως έγινε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στο ελληνικό κομματικό σύστημα επικρατούν πατρωνικές πολιτικές πρακτικές.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτικής σκηνής είναι ο λαϊκισμός, που αναπτύσσεται ειδικά με την εξέλιξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Αυτό το στοιχείο αποτέλεσε εργαλείο για τη δημιουργία μιας ξεχωριστής πολιτικής ταυτότητας που απευθυνόταν σε ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών ομάδων.

Τα κόμματα flash – parties, δηλαδή κόμματα που εμφανίζονται στο κομματικό σύστημα και καταφέρνουν την είσοδο τους στο κοινοβούλιο στο οποίο παραμένουν για σχετικά μικρή χρονική διάρκεια (μία ή δυο κοινοβουλευτικές θητείες), είναι φαινόμενο του ελληνικού κομματικού συστήματος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού η ΠΟΛ.ΑΝ. ( 1993 4.9%) και το ΔΗ.Κ.ΚΙ. ( 1996 4.4%).

Ότι αφορά το κομματικό σύστημα, σημειώνουμε, ότι κανένα κόμμα δεν κατάφερε να κυριαρχήσει στο Κέντρο. Το κομματικό σύστημα εξελίχθηκε σε ένα δικομματικό σύστημα, στο οποίο ένα τρίτο ή αλλά κόμματα δεν παίζουν σχηματικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων. Συνασπισμοί διακυβέρνησης σπανίζουν και οι κυβερνήσεις στήνονται συνήθως από ένα κόμμα.

Το μοναδικό τρίτο κόμμα στο ελληνικό κομματικό σύστημα αποτελεί το Κ.Κ.Ε. με μια σταθερή και συνεχή παρουσία στο Κοινοβούλιο και τη συμμετοχή του σε δυο κυβερνητικούς συνασπισμούς 1989 και 1990, τότε με τη συμμετοχή του στον εκλογικό συνασπισμό Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου (ΚΚΕ, ΕΑΡ και άλλα μικρότερα κόμματα).
Σπάνια συναντάμε στο ελληνικό κομματικό σύστημα το φαινόμενο κυβερνητικών συμμαχιών. Όταν διαμορφώνεται κυβερνητικός συνασπισμός μετά τις εθνικές εκλογές, δεν γίνεται επειδή ένα μικρότερο κόμμα έχει αποκτήσει υψηλό ποσοστό, αλλά επειδή ένα από τα δυο μεγάλα κόμματα, ΠΑ.ΣΟ.Κ και Ν.Δ., δεν μπορεί να διαμορφώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Παράδειγμα τέτοιου κυβερνητικού συνασπισμού αποτελεί η σύμπραξη της Ν.Δ. και του τότε Συνασπισμού της Αριστεράς το 1989, η κυβέρνηση Τζαννετάκη . Το ΠΑ.ΣΟ.Κ βρέθηκε αντιμέτωπο με σκάνδαλα και ηττήθηκε στις βουλευτικές εκλογές (39.13%) από τη Ν.Δ. (44.28%) με το ΣΥΝ (Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου) να λαμβάνει 13.12%. Ως πολιτικά αφύσικο χαρακτηρίστηκε το κυβερνητικό σχήμα Ν.Δ.- ΣΥΝ. Αλλά σκοπός ήταν η διαλεύκανση των πολιτικών σκανδάλων εκείνης της εποχής (σκάνδαλο Κοσκωτά) όπως και η αποφυγή ακυβερνησίας.

Η κυβέρνηση Τζαννετάκη παρέμεινε τρεις μήνες στη εξουσία πριν παραιτηθεί. Ακολούθησε η κυβέρνηση Ζολώτα, μια οικουμενική κυβέρνηση, που θα εξασφάλιζε την πολιτική σταθερότητα της χώρας μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές στις 8 Απριλίου 1990. Ανεβαίνει στην εξουσία η Ν.Δ. με άλυτα εσωκομματικά προβλήματα. Άμεση επίπτωση η μη αποτελεσματικότητα του κόμματος στο κυβερνητικό του ρόλο και εκλογική ήττα το 1993. Όσον αφορά την εναλλαγή στην εξουσία πρέπει να σημειώσουμε ότι από το 1981 η Ν.Δ. έγινε πέντε φορές ως κυβερνητικό κόμμα, τελευταία το 2007. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. κυριαρχεί στον αριθμό των εκλογικών αναμετρήσεων (1981, 1985, 1993, 1996, 2000).

Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα σημειώνεται μία αλλαγή στη ροή του κομματικού ανταγωνισμού: Τα δυο μεγάλα κόμματα άρχισαν να κλίνουν όλο και περισσότερο προς το πολιτικό κέντρο. Επίσης, μετά το 2000 εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή το Λ.Α.Ο.Σ., ένα νέο κόμμα που αναμένεται να φέρει μικρότερες η μεγαλύτερες αλλαγές στο κομματικό σύστημα.

Αυτά για χάρη της ιστορίας και να θυμήθω την διαφορά μεταξύ πολιτικής θεωρίας και πολιτικής πρακτικής.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *