Eκείνη νιώθει ότι κάποιος πιο λογικός, πιο ψύχραιμος από εκείνη πρέπει να δώσει ένα χέρι βοήθειας, ένας είναι η πρώτη της σκέψη. Το αγαπάει πολύ και κάπως το έφεραν της μοίρας τα κέφια ότι δεν μπόρεσε πότε να είναι τόσο κοντά του όσο θα ήθελε. Είναι, μέχρι και σήμερα από επιλογή του. Δεν μπορεί όμως να της αρνηθεί ακρόαση και συμβουλή, όταν το προσωπάκι της συννεφιάζει. Αφήνει για λίγο τα δικά του προβλήματα στην άκρη.

« Κάτι κάνεις λάθος, we have to talk about this. »
Πράγματι, εκείνο το βράδυ τα είπανε λίγο.
Εκείνος στενοχωρήθηκε που από τότε που την γνωρίζει, εκείνη έχει σταθεί σε χλωρό κλαρί. Άκουγε μια φωνή βουρκωμένη με σιωπηλά δάκρυα να κυλούν σε ένα θλιμμένο πρόσωπο. Ένα πρόσωπο που ο ίδιος το είχε συνηθίσει να λάμπει από αισιοδοξία και δύναμη. Τι να της πει της μικρής; Τι να της πει, που έγινε κομμάτια; Τι να της πει που πότε δεν έπαψε να προσπαθεί αυτό το κορίτσι; Τι να της πει, που όποτε τα έβαζε κάτω, εκείνη προσπαθούσε να βρει τουλάχιστον μια λύση. Τώρα την ακούει να πνίγεται.
« Θα φύγω, δεν αντέχω άλλο. Τι άλλο να κάνω; »
Την ακούει να ξεσπάει σε κλάματα.
Σπάνια της δίνει δίκιο σε κάποια πράγματα. Αυτήν τη φορά δεν γινόταν να μην της δώσει. Τόσο κόπο και τόση δύναμη είχε επενδύσει και ποτέ δεν είχε ηρεμήσει παρά λιγοστές στιγμές.
Και όμως, κάθε φορά που κάνει αισθητή την παρουσία του, εκείνη ηρεμεί.. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και συνεχίζει.
« Είσαι υπέροχος άνθρωπος και σ’ ευχαριστώ που υπάρχεις,» του πετάει με τσαχπινιά.
« Υπερβολές, » της λέει.
Δυο χαμόγελα επικρατούν στα δυο άκρα της τηλεφωνικής γραμμής.