Δεδομένα πάντα κυκλοφορούσαν με τον ένα ή άλλο τρόπο. Ίσως όχι πάντα στην πιο απτή μορφή, προφορικά σαν άνεμος. Η αλλαγή που έφερε το διαδίκτυο ως μέσο δεν είναι μόνο η εύκολη πρόσβαση σε γνώση αλλά κυρίως η εξάπλωση της. Σημειώνω, ίσως και πληροφορίας που για τον ένα ή άλλο λόγο δεν κυκλοφορεί σε διαφορετικό μέσο μετάδοσης, διάδοσης.
Υπόθεση Wikileaks: Αν δεν θα ήταν αυτό, θα ήταν άλλος διαδικτυακός τόπος.
Tι μας σοκάρει; Tο γεγονός πως κυκλοφόρησαν μεταξύ άλλων μυστικές πληροφορίες κυβερνήσεων ή ότι κάπως έτσι κυκλοφορούν και οι δικές μας προσωπικές πληροφορίες; Αυτές τις έχουμε δώσει πριν το αντιληφθούμε καλά καλά, μέσα από ένα παιχνίδι κοινωνικής δικτύωσης στο όποιο οι κανόνες δημιουργούνται με τον ίδιο τρόπο όπως η πληροφορία εξαπλώνεται- Από εμάς τους ίδιους.
Τίθεται το ερώτημα πόση πληροφορία είμαστε σε θέση να αντέξουμε, πόση αλήθεια, πόση αλλαγή; Λίγο τρομακτική τοποθέτηση. Από πότε η αλλαγή δεν ήθελα τόλμη, δεν μας φόβιζε το καινούργιο πριν μας ανακουφίσει;
To some this marks a crisis, to others an opportunity. Technology is breaking down traditional social barriers of status, class, power, wealth and geography – replacing them with an ethos of collaboration and transparency…
Leaks are not the problem; they are the symptom. They reveal a disconnect between what people want and need to know and what they actually do know. The greater the secrecy, the more likely a leak. The way to move beyond leaks is to ensure a robust regime for the public to access important information…
This is a revolution, and all revolutions create fear and uncertainty. Will we move to a New Information Enlightenment or will the backlash from those who seek to maintain control no matter the cost lead us to a new totalitarianism? What happens in the next five years will define the future of democracy for the next century, so it would be well if our leaders responded to the current challenge with an eye on the future.
Λίγες σκέψεις μου για το θέμα Wikileaks και την λεγόμενη επανάσταση της πληροφορίας, μια υπενθύμιση για την αφήγηση της από το ντοκιμαντέρ Us Now.
Μια ερώτηση σε χαλαρό καφέ που έκανε το τρίτο μάτι σιωπηλό.
~ Τι γυρεύεις εσύ εδώ;
Αν σου πω πως δεν ξέρω πλέον και ίσως και δεν ήξερα ποτέ.
~ You are different.
Το ξέρω.
Θα φύγω. Έρχεται ο καιρός.
~Αν φύγεις, δεν θα γυρίσεις.
Αν έχω λόγο θα γυρίσω, όπως έχω και λόγο να φύγω. Η ευτυχία είναι ένα ταξίδι και το δικό μου εισιτήριο λέει να αλλάξω διαδρομή για να πάω εκεί που ανήκω.
Ένα mail, δυο τρία τηλέφωνα (συνεργάτης με χαμόγελο λέει κάτι του τύπου «Τι ετοιμάζεις πάλι») και ένα μεσημέρι για φωτογράφιση κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Δυο κοπέλες. Η Ελίζα και η Κωνσταντίνα. Η δημοσιογράφος της Real News με βρήκε διαδικτυακά, πως αλλιώς; Αφορμή ήταν «παρέμβασεις-ερωτήσεις» μας στην πρόσφατη συνάντηση νέων με τον Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου.
Μου ζητάει το μάξιμουμ σε κόπο, αλλά δεν με αφήνει να φτιάξω το μάξιμουμ σε αποτέλεσμα.
Εννοούσα πως αυτή την στιγμή, είμαι με το «ένα πόδι
έξω» είτε αυτό αφορά την επαγγελματική μου δραστηριότητα είτε αυτό αφορά την εσωτερική ανάγκη μου για νέα ερεθίσματα.
Εμείς να την φτιάχνουμε την Ελλάδα, εσείς όμως γιατί την καταστρέφετε μετά;
Το άρθρο δημοσιεύτηκε σήμερα, Κυριακή 14/11/2010.
Έχοντας περάσει επαγγελματικά, ως εξωτερικός συνεργάτης για θέματα επικοινωνίας και τεχνολογίας και πολιτική αναλύτρια, από αρκετά πολιτικά γραφεία, παρατήρησα πως κάποια πράγματα δεν αλλάζουν εύκολα όπως π.χ.το πολιτικό βόλεμα με την κακή έννοια του. Δεν εννοώ ανρθώπους που παράγουν έργο. Ευτυχώς, υπάρχουν.
Κάτι που θα έλεγα στον Πρωθυπουργό της χώρας είναι να «μαζέψει τους δικούς του» για παράδειγμα προς μίμηση. Ας ξεκινήσει με τους παρατρεχάμενους κάθε είδους. Η κοινωνία των πολιτών έδειξε πως μπορεί να οργανωθεί και να παράξει έργο για ένα καλύτερο παρόν π.χ. Atenistas. Η πολιτική εξουσία θέλει;
Παρασκευή βράδυ. Η Έυη έχει εκπομπή. Μπουκάρω στο στούντιο. Πιάνω μικρόφωνο. Κάπου στο τέλος στέλνω μια αφιέρωση ντυμένη με νοσταλγία και μια γεύση γλυκείας μελαγχολίας προς το μεγάλο νησί. Σύντομα θα πάω να τους βρω όλους εκεί.
Κάποιος ακούει αλλά για άλλη μια φορά δεν αντέχει να δει τα φανερά, για άλλη μια φορά ο εγωισμός του δεν αντέχει να νιώσει το τρυφερό αεράκι με την αλμύρα του Αιγαίου που του λείπει, παρεξηγώντας το ανθρώπινο με το ερωτικό.
Χαμένος στη συναισθηματική μετάφραση, ασφαλής στους τοίχους του.
Ένα πανό πίσω μου γράφει «Από το Λονδίνο στην Αθήνα».
Έκατσα σε ένα κολωνάκι στον πεζόδρομο δίπλα στο Zonar’s.
Θυμήθηκα μια μέρα που μιλούσαμε στο τηλέφωνο ενώ ήσουν αεροδρόμιο για να πετάξεις για Βρυξέλες. Σου ζήτησα να μου φέρεις κόσμημα. Ρολόι ή μονόπετρο, δεν θυμάμαι τι. Είπες «Ντάξει, Ντινάκι» και φαντάζομαι το γνωστό χαμόγελο να σχηματίζεται στο πρόσωπο σου.
Επιστρέφω στο παρόν. . . Προσπαθώ να σε κάνω να χαμογελάσεις και χαμογελάς.
Φωτογράφιση τέλος.
Ένα σύντομο τηλεφώνημα ένα βράδυ. «Έχετε εκφράσει διαδικτυακά την ερώτηση γιατί να μείνετε Ελλάδα. Θα θέλατε να ρωτήσετε τον ίδιο τον Πρωθυπουργό;»
Στο μυαλό μου εικόνες, ήχοι από συζητήσεις με φίλους που αποχώρησαν τις τελευταίες εβδομάδες αλλά και άλλους που βρίσκονται χρόνια έξω και δεν επιστρέφουν. Δίπλα μου φίλη, που με σιγανή φωνή μου λέει να πάω και πήγα.
Να ακούσω.
Τα δεδομένα:
Η ανάγκη των καιρών συγκεκριμένη: Να αλλάξουμε την Ελλάδα.
Η λύση αυτονόητη: Να αλλάξουμε νοοτροπία.
To τελικό ερώτημα: Γιατί να γυρίσει κάποιος στην Ελλάδα όταν ήδη έχει φύγει;
Το «Να αλλάξουμε την Ελλάδα» είναι διαδικασία δύσκολη και μακροχρόνια. Αυτονόητα, δεν χρειάζεται να μου το πει αυτό ένας Πρωθυπουργός. H απάντηση ήταν όμως επικοινωνιακά και πολιτικά αυτή που άρμοζε: Η αφήγηση της προσωπικής ιστορίας του ίδιου του Γ.Παπανδρέου. Άσχετα αν δεν μου γέμισε το “φιλοσοφικό κενό”, ο επικοινωνιακός χειρισμός ήταν σωστός. H απάντηση περί επιλογών ήταν, θέλω να πιστεύω, όσο ειληκρινής μπορεί να είναι από έναν πολιτικό.
Όσο μιλούσε στο μυαλό μου εικόνες από την δουλειά μου σε ιστορικό αρχείο, όταν έβρισκα κομμάτια του puzzle της ιστορίας του, αλλά και εικόνες και φωνές φίλων που ήδη έχουν φύγει, ο καημός τους και ο πόνος που κάτι τους λείπει.
Δεν με καλύπτουν οι γενικές απαντήσεις, άλλα αναγνωρίζω την προσπάθεια, αν όχι την πολιτική, έστω την επικοινωνιακή. Δεν περιμένω από τον Πρωθυπουργό της χώρας να μου απαντήσει σε ερωτήματα φιλοσοφικής υφής.
Να φτιάξω ένα πλαίσιο, να φτιάξουμε μαζί ένα πλαίσιο, ώστε να αισθανθείτε εσείς σιγουριά και ότι έχετε το περιθώριο, την ελευθερία, ώστε να αξιοποιήσετε τις δυνάμεις σας με ένα δημιουργικό τρόπο. Αυτή είναι η απάντησή μου.
Ένα πλαίσιο που προσπαθούμε και μέσα από το Jelly να δημιουργήσουμε. Με μένα να νιώθω συχνά πως δεν φτάνουν οι δυνάμεις μου να χτίσω μια γέφυρα μεταξύ της ομάδας του Jelly και των ανθρώπων που το παρατηρούν ή δεν το γνωρίζουν ακόμα. Ένα πλαίσιο που στην δουλειά μου είναι ο απαραίτητος αέρας.
Το πως αυτό γίνεται σε επίπεδο κρατικής οργάνωσης και κοινωνίας συγκεκριμένα, δεν χωρά σε πέντε λεπτά, χωρά μια σύντομη περιγραφή.
Πήρα ένα κομμάτι της απάντησης του, που δεν είχε την λέξη «θα». Για μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα δείτε τα πρακτικά εδώ ή το βίντεο (κάπου μεταξύ 40′-48′ θα δείτε και το δικό μου σκεπτικό ύφος).
Ο Θέμης το διατύπωσε την ουσία του βασικού προβλήματος περιγραφικά και σύντομα:
Το πρόβλημα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι δομικό. Δηλαδή. Γίνονται στην Ελλάδα το x, το y και το z, ο καθένας στον τομέα του (εστίαση), για να τα “δούμε” καλύτερα ας τα οπτικοποιήσουμε κάθετα. Αλλά για να πετύχεις αποτέλεσμα, χρειάζεται κ η απόδοση, η οριζόντια σύνδεσή, η επικοινωνία μεταξύ τους.
Οι ερωτήσεις δε παντρεύονται πάντα με τις απαντήσεις. αρκετά συχνά μένουν μόνες και μόνες όπως είναι παίρνουν τις αποφάσεις τους.
Σπάνια κάνουμε focus σε συγκεκριμένα σημεία ενός προβλήματος, στα βήματα για την επίλυση του. Θα μιλήσω με το παράδειγμα της επικοινωνιακής αγοράς, που αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω της ανόδου της χρήσης του διαδικτύου π.χ. εκμάθησης, κοστολόγησης, διαχείρισης ακόμα εξειδίκευσης. Δομικά προβλήματα, που απαιτούν μια επαναδιοργάνωση και επένδυση σε ανθρώπινο δυναμικό τεχνογνωσίας. Μια δύσκολη αλλαγή που ο συγκεκριμένος τομέας φοβάται ίσως να την κάνει εξού και οι υποψήφιο πελάτες του δεν τον εμπιστεύονται. Κάπως έτσι είναι και σε επίπεδο κράτος και κοινωνίας.
Tις προάλλες είπα το εξής και το έγραψα σε διαφορετική εκδοχή.
Ένα κομμάτη ντροπής και ευθύνης στους πολιτικούς, τα κόμματα, εταιρίες κτλ. και ένα μεγαλύτερο κομμάτι ευθύνης σε όσους τους χαρίζονται ή αυτών που δεν ήθελαν να ακούσουν.
Παρεξηγήθηκε εντόνως, όπως και παρεξηγούνται και αρκετές προσπάθειες διαδικτυακές και μη, όπως και παρεξηγούνται τα νέα πλαίσια ή οι αλλαγές γενικά. Θα μπορούσα να φέρω σαν παράδειγμα τους ανθρώπους βολεύονται με το υπάρχον «σύστημα» και εκμεταλλεύονται επικοινωνιακά τις αλλάγες όχι για να τις υποστηρίξουν σε επίπεδο αξίας και ουσίας αλλά στα λόγια και προσωπικό κίνητρο (όχι κοινωνικό).
Ο λόγος γιατί θέλω να φύγω από Ελλάδα, δεν είναι οικονομικός, αλλά ρομαντικοιδεολογικός. Πρέπει επαναφορτίσω τις μπαταρίες μου με διαφορετικές νοοτροπίες, με εμπειρίες. Θέλω να δημιουργήσω έναν μηχανισμό για να μην εγκαταλείψω τον ιδεαλισμό μου, αλλά και να μετριάσω τον τρόπο έκφρασης του (όχι το πάθος του), να πάρει το «Starting from scratch» που υποστηρίζω πιο ώριμη και απτή μορφή. Τις σκέψεις μου είναι διατυπωμένες χωρίς την συναισθηματική φόρτιση που ένιωθα την ώρα που έθεσα την ερώτηση μου στον Πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου.
Disclaimer: Δεν συνδέομαι με κανέναν τρόπο με κρατικό, κυβερνητικό ή κομματικό φορέα. Οι απόψεις και σκέψεις που διατυπώνω είναι προσωπικές. Συμμετέχω στην οργάνωση του Jelly και του TEDxAthens.
~ Mη μου πεις ότι δεν παίζει ρόλο η ηλικία σου, το φύλο σου κι η εθνικότητά σου για όσα βλέπεις, ακούς, ζεις στην Ελλάδα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να είσαι αξιοπρεπής και ικανοποιημένη με τις επιλογές σου, και μέχρι στιγμής τα καταφέρεις,νομίζω. Πότε φεύγεις;
– Σύντομα.
Μεταμεσονύχτιος διάλογος με φίλο.
Τα πράγματα δεν είναι τώρα δύσκολα στην Ελλάδα. Πότε δεν ήταν άραγε;
Έλλειμμα κοινωνικής παιδείας θα πει ο παρατηρητής. Δεν μας ορίζουν οι οικονομικές αγορές, είπε ο φίλτατος Bono στο ΟΑΚΑ. Μας χαρακτηρίζουν οι αξίες μας, «core values», όπως λέμε και στα αγγλικά.
Για να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα: Το θέμα της παιδείας και των αξιών, δεν είναι φλέγον ζήτημα μόνο στην Ελλάδα, συχνά πρώτο θέμα σε διεθνή μέσα (στα εγχώρια έπαψα να δίνω ουσιαστική σημασία τώρα και καιρό), είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Απλά, είμαστε λαός με πάθος και το βιώνουμε λίγο πιο έντονα.
Έχει περάσει καιρός από την τελική μου απόφαση να φύγω. Περνά ο καιρός και βλέπω τον εαυτό μου σαν ταινία να κάνει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για να φύγει.
Το όραμα μου, αρχίζει να έχει ουσιαστική υπόσταση. Σημαίνει πως το μικρό λιθαράκι που έχω ονειρευτεί ψάχνει χρόνο και χώρο, λιμάνι να αράξει και να μεγαλώσει.
Το κοινωνικό μου image, λέει πως με διακρίνουν τσαμπουκάς, πείσμα, και ένας περίεργος ρομαντικοιδεαλισμός με πάθος
και όμως δεν αρκούν να μείνω Ελλάδα.
Όλα αυτά είναι ένας μεγάλος πρόλογος για μια μικρή ερώτηση, που δεν ξέρω αν έχει ικανοποιητική απάντηση:
Δώστε μου έναν σοβαρό λόγο να μείνω Ελλάδα;
Ανατρέπω το ερώτημα «Γιατί ήρθες Ελλάδα;» που μου γίνεται στα σχεδόν δέκα χρόνια που βρίσκομαι εδώ. Ήρθα με όνειρα, για να σταθώ στα πόδια μου, για να μάθω το άλλο μισό της διπλής (ευρωπαϊκής) μου ταυτότητα με αγάπη προς τον τόπο. Όχι με τις πλάτες άλλων (όπως συνηθίζεται στην χώρα μας), με τις δικές μου, που ώρες ώρες τις νιώθω να έχουν γεράσει πριν την ώρα τους. Η αγάπη για την δουλειά ανεβάζει την αδρεναλίνη, ξεχνώ οτιδήποτε αρνητικό και την κούραση, η όποια επανέρχεται όταν πέφτω για ύπνο.
Απότομο και συναισθηματικά φορτισμένο τέλος σε ένα κείμενο που χαλάει την εικόνα του τσαμπουκά, αλλά σίγουρα δεν χαλάει την εικόνα του (νέου) ανθρώπου πίσω από την οθόνη…
Nα μιλήσω, κύριε Πρωθυπουργέ, για τα προβλήματα, να σας προτείνω και λύσεις για «να φτιάξουμε την Ελλάδα που θέλουμε». Αναρωτίεμαι όμως, αν μπορείτε να μου δώσετε μια ικανοποιητική απάντηση, ένα κίνητρο. Πολύ φοβάμαι πως δεν είμαι μόνη με αυτή την σκέψη.