Τελευταίες μέρες του χειμώνα. Όποιο χειμώνα και να κάνει στην Αθήνα. Δεν κάνει κρύο. Θυμάμαι είχαμε κανονίσει να πάμε σινεμά. Ίσως είναι και η πρώτη φορά που με είδες βαμμένη, το μάτι γάτισιο. Έρχεσαι με το αμάξι. στο τότε λατρεμένο μου χρώμα, γαλάζιο μεταλιζέ. Κάνει Αλκυονίδες μέρες όπως και τότε. Από εσένα τις έμαθα.
Παίρνουμε pop corn και ενώ τα χέρια μας βουτάνε ταυτόχρονα για να πιάσουν αλμυρή απόλαυση δεν ακουμπάνε σχεδόν ποτέ. Όποτε ακουμπάνε, ηλεκτρίζομαι ολόκληρη. Τρέμω και μέχρι σήμερα πιστεύω πως δεν το κατάλαβες ποτέ.
Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Προχθές μιλάγαμε στο τηλέφωνο και μου ξέφυγε ένα «Μωρό μου», τόσο φυσικά, αυθόρμητα και αβίαστα ενώ δεν υπήρξες ποτέ. Όταν κλείσαμε, το συνειδητοποίησα και τρόμαξα. Δεν με παρεξηγείς γιατί ξέρεις πως δεν το κάνω επίτηδες. Έχω αλλάξει από τότε αλλά εσύ στα μάτια μου βλέπεις ακόμα το κορίτσι των αλκυονίδων ήμερων του τότε και εγώ σε εσένα το παραμύθι που μου κρατά συντροφιά.