Παρασκευή βράδυ. Οι μέρες κυλούν με email, τηλέφωνα, ξανά συναντήσεις. Ο κάθε πικραμένος να κάνει ηθικά επιλήψιμες πράξεις και νομίζει πως ο κόσμος γύρω του τρώει χόρτο. Α, ρε ελληνάρα, ακόμα δεν έπεσες αρκετά χαμηλά για να σηκωθείς. Εκεί επιμένεις στο πισώπλατα, στο πως να την φέρεις στον άλλον για να αναδειχθείς αντί να φροντίσεις να κάνεις καλά την δουλειά σου, το μέτρο σου η επιτυχία των άλλων όχι η δική σου ευθύνη προς το σύνολο. Ξέχασες αξίες για το άρπα κόλλα, το τα-πάντα-όλα, το τσαμπέ και καβαλοκαλαμέ.
Κυριακή απόγευμα. Στην πόλη βρέχει. Έπιασε χειμώνας πια ακόμα και στην νότια Ελλαδίτσα. Οι δρόμοι άδειοι. Στις καφετέριες του Κολωνακίου ο κόσμος μειωμένος από το σύνηθες. Κάπου εκεί ο έχοντας προσφέρει στον μη έχοντα και του λέει «Άσε, φιλαράκι, να΄μαστε καλά και να μη ξεχνάμε τον άνθρωπο δίπλα μας, την ανάγκη του να είναι άνθρωπος και αυτός.» Κάπου εκεί, κοντά στο Χίλτον, εκεί που οι λιμουζίνες και τα χλιδάτα αμάξια έχουν βρει ένα φυσικό περιβάλλον τους, το ίδιο σκηνικό «Άσε, κοριτσάκι, ένα τσάι ήταν, ζεστό νερό με λίγο γεύση αν το καλοσκεφτείς. Νεράκι του Θεού.»
Μια ματιά προς τον Λυκαβηττό, θυμάμαι εκείνο το παιδί που με αγωνία μια άνοιξη μου προσέφερε μια καρδία από λευκόχρυσο, και άλλη μια ανεκτίμητης αξίας, την δική του. Πως περνά ο καιρός. Μεγαλώνουμε. Οι τυχεροί από εμάς είναι τόσο πλούσιοι σε αναμνήσεις και βιώματα που δεν σταματούν να είναι άνθρωποι, σε μια πραγματικότητα που θέλει να μοιάζει απάνθρωπη. Όπως το δει κανείς, στο τέλος είναι όλα θέμα μυαλού…και καρδιάς.