Πως όλα αλλάζουν…

Να’ μαστε και πάλι. Καλοκαίρι έχουμε. Ζέστη κάνει. Είπαμε πως είναι ζεστένια. Τέτοιες ώρες μας πιάνει να σκεφτούμε τι κάναμε. Ας πούμε πως ένα τραγούδι μας έφερε στο μυαλό, ατίμο πράγμα το μυαλό, κάποιες εικόνες, κάποιους ήχους, κάποιες γεύσεις και συναισθήματα, άτιμα και αυτά.

Κάτι είχα να πω στους  ανθρώπους που πέρασαν από την ζωή μου τα περασμένα τέσσερα χρόνια. Κάποιοι πέρασαν γρήγορα, κάποιοι στάθηκαν, κάποιοι έμειναν και άλλοι έφυγαν:

Λυπάμαι πολύ που κάποιοι από εσάς δεν είναι πια κοντά μου και δεν τα λέμε.

Έναν από εσάς τον συνάντησα τυχαία. Μου είπε ένα “Γεια σου, Κωνσταντίνα” και μου κόπηκαν τα πόδια από συγκίνηση. Τόσα πράγματα είχα να του πω και δεν μπόρεσα να βγάλω φωνή. Μόνο στα μάτια τον κοίταξα. Ένας άλλος κάποτε μου είχε πει πως θα είμαστε πάντα δίπλα ο ένας στον άλλον. Δεν ήξερε πως τα πράγματα αλλάζουν …

Κι αν χαθείς
θα ’μαι δω,
να σου πω
πως όλα αλλάζουν…

Αντιθέσεις και καθρέπτες

Η διαδρομή με το λεωφορείο περνά από την Λένορμαν. Πέρα από το παλίο Καπνεργοστάσιο και κάποια ίχνη μιας άλλης εποχής, μπορεί να διακρίνει κανείς και τις επιχειρηματικές τάσεις: τυροπιτάδικα, καταστήματα κινητής, delivery, αγορές χρυσού, μόνο το frozen yogurt λείπει, αλλά μπορεί να έρθει και αυτό, που ξέρεις. Κατεβαίνω στο Μεταξουργείο, κάπου μεταξύ Μεγάλου Αλεξάνδρου και Λεωνίδου.

Σαν να χάνεσαι μέσα σε μια άφωνη γειτονιά που ξεχωρίζει άθελα της από τον βωμό της πόλης, που τον θυμίζουν κάποιες παρεμβάσεις. Η ζέστη αφόρητη και ο φόβος που κυριαρχεί στα στενά αισθητός μέσα στην αίσθηση ελευθερίας. Δεν ταιριάζουν εδώ οι ενδυμασίες των σαλονιών της υψηλής πολιτικής, μορφωμένης και πολιτιστικής Αθηναϊκής κοινωνίας, ή αυτής που παριστάνει πως είναι υψηλή κουλτούρα. Εδώ η ανθρωπιά δεν βασίζεται σε βιτρίνες αλλά ουσία. Φτάνω Ιερά Οδό, βλέπω από μακριά το studio, βαμμένο σε μια απόχρωση του λαχανί που φέγγει υπό την σκιά της Ακρόπολης.