Ο τίτλος είναι δανεισμένος και μεταφρασμένος από ένα ενδιαφέρον άρθρο για την «Γενιά που αναζητά μια δουλειά που τους αρέσει» που δημοσιεύτηκε στο γερμανικό ψηφιακό περιοδικό Neu Elite (Νεά Ελίτ). Σημειώνουμε πως συμπλήρωσα το ερωτηματικό στο τέλος.

Το άρθρο περιγράφει σκηνές που διαδραματίζονται πιθανότατα στο Βερολίνο, θα μπορούσαν όμως να συμβαίνουν και στην Αθήνα. Λάθος
Συμβαίνουν στην Αθήνα.
Η διαβίωση στην Ελληνική πρωτεύουσα είναι ακριβή. Κάποιοι λένε πιο ακριβή, αλλοί ισχυρίζονται πιο οικονομική απ’ ό, τι σε άλλες πόλεις της Ευρώπης. Η αλήθεια κρύβεται κάπου στην μέση.
Για να επιστρέψουμε στο άρθρο περιγράφει το εξής:
Μισθός 1500 ευρώ μεικτά, χωρίς προοπτικές εξέλιξης, άλλα μια θέση με ευθύνες και δικαίωμα άποψης και το λεγόμενο «fun factor».
Κάποια στοιχεία αν όχι όλα, που δεν έγιναν γνωστά εν μέσω οικονομικής κρίσης αλλά ήταν μάλλον δεδομένα προ κρίσης.
Τίθεται όμως το ερώτημα αν η οικονομική ανασφάλεια είναι φαινόμενο της γενιάς των σήμερα 20 με 35άριδων, φαινόμενο των πάσης φύσεων δημιουργικών επαγγελμάτων ή δικαιώνονται τελικά και οι γονείς μας που μας έλεγαν ή/και ακόμα λένε «Σοβαρέψου και βρες μια κανονική δουλεία». Για το τελευταίο, δεν είμαι σίγουρη το τι μπορούν να εννοούν οι δικοί μου. Βέβαιο είναι όμως πως κάπως δεν τους άρεσε η διήγηση μου από συνέντευξη για δουλειά:
Ευθύνη συντονισμού τριών κομβικών τμημάτων: Επιχειρησιακή ανάπτυξη, Επικοινωνία και Public Affairs. Καθεστώς ελεύθερου επαγγελματία. Καθυστερήσεις πληρωμών δεδομένες. Ωράριο ελεύθερου επαγγελματία, δηλαδή 9 με 5 τυπικά αλλά όσο πάει άτυπα. 1200 ευρώ μεικτά.
Ο πατέρας μου έβγαλε τα «καθαρά» με όρους Αυστρίας, η μητέρα κούναγε με δυσπιστία ως προς την σοβαρότητα της πρότασης το κεφάλι, και εγώ έβγαλα τα «καθαρά» με όρους Ελλάδας. Δυστυχώς δεν ήταν και ιδιαίτερη η διάφορα. Πάντα μιλάμε για καθεστώς ελεύθερου επαγγελματία.
Ωστόσο το νόμισμα έχει τουλάχιστον δυο όψεις και κάποιες από αυτές εμφανίστηκαν στις συζητήσεις που ξεκίνησαν στο Facebook, από Vrypan και Papachatzis αντίστοιχα αλλά και από μένα.
Που είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ εργασίας ή ελεύθερου χρόνου, επαγγελματικού εθελοντισμού και απαίτηση για επαγγελματική μεταχείριση και αμοιβή για εργασία; Που είναι η διαχωριστική γραμμή μεταξύ προσωπικής εξέλιξης και εκμετάλλευσης;
«Και πάλι να λέμε καλά που έχουμε δουλειά » , ακούς στα πεταχτά στους δρόμους, στο μετρό, άντε και σε κάποια παραλία.
Στο άρθρο που ανέφερα στην αρχή, υπάρχει ο όρος «η γενιά της πρακτικής άσκησης” και αυτό είναι μια πραγματικότητα που μου περιγράφουν φίλοι που ζουν στις ΗΠΑ προ κρίσης.»
Σκέφτομαι γραπτά: Άλλαξε πραγματικά ο τρόπος οργάνωσης των εταιριών από αυστηρά ιεραρχικές σε χαλαρή οριζόντια οργάνωση; O εθελοντισμός αν δεν είναι για ανθρωπιστικό- κοινωνικό σκοπό, και εκεί με εξαιρέσεις, έχει όρια. Ακόμα και η λεγόμενη φάση μαθητείας έχει όρια.
Δεν αναφέρομαι εδώ σε περιπτώσεις startup όπως την περιγράφει ο Vrypan, αλλά για περιπτώσεις εκμετάλλευσης όπως περιγράφει το εν λόγω άρθρο και όπως περιέγραψα στους γονείς μου. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι ρομαντική αυταπάτη η πεποίθηση ότι εργαζόμαστε για κάτι που έχει σημασία για μας, για τον κόσμο. Ξέρω όμως πως οι συνθήκες εργασίας δεν είναι όπως αυτές των γονιών μας. Το βλέπω στα μάτια τους.
Στο μυαλό μου εικόνες από τα πλέον πολυάριθμα networking events, το πόσο προσπαθούν κάποιοι θαμώνες εκεί να δείχνουν άνετοι και επιτυχημένοι, παίζοντας με τα smart phones τους, αλλά σχεδόν όλοι αναζητούν κάποιον επενδυτή για την ιδέα τους. Κυνηγούν το όνειρο, κάνουν προσπάθεια και καλά κάνουν. Αυτό που με ανησυχεί είναι όμως όλοι που δεν βρίσκονται σε αυτές τις εκδηλώσεις, αυτοί που δεν έχουν την πολυτέλεια να είναι εκεί
και ναι είναι μια πολυτέλεια για πολλούς, και δεν χρειάζονται καν δικαιολογίες για να την κάνουν να φανεί πολυτέλεια, παραμένει γι αυτούς ένα μακρινό όνειρο.
H δουλεία ως τρόπος ζωής, έχει πολλές όψεις, λιγότερο ή περισσότερο θετικές ή αρνητικές. Το να συνειδητοποιείς πως έχεις επιλογές και πως αυτό δεν είναι αυτονόητο είναι ένα βήμα το προς τα που είναι πρώτα προσωπική υπόθεση, και θέλει πολλά βήματα για να γίνει κοινωνική συνείδηση.