Πως όλα αλλάζουν…

Να’ μαστε και πάλι. Καλοκαίρι έχουμε. Ζέστη κάνει. Είπαμε πως είναι ζεστένια. Τέτοιες ώρες μας πιάνει να σκεφτούμε τι κάναμε. Ας πούμε πως ένα τραγούδι μας έφερε στο μυαλό, ατίμο πράγμα το μυαλό, κάποιες εικόνες, κάποιους ήχους, κάποιες γεύσεις και συναισθήματα, άτιμα και αυτά.

Κάτι είχα να πω στους  ανθρώπους που πέρασαν από την ζωή μου τα περασμένα τέσσερα χρόνια. Κάποιοι πέρασαν γρήγορα, κάποιοι στάθηκαν, κάποιοι έμειναν και άλλοι έφυγαν:

Λυπάμαι πολύ που κάποιοι από εσάς δεν είναι πια κοντά μου και δεν τα λέμε.

Έναν από εσάς τον συνάντησα τυχαία. Μου είπε ένα “Γεια σου, Κωνσταντίνα” και μου κόπηκαν τα πόδια από συγκίνηση. Τόσα πράγματα είχα να του πω και δεν μπόρεσα να βγάλω φωνή. Μόνο στα μάτια τον κοίταξα. Ένας άλλος κάποτε μου είχε πει πως θα είμαστε πάντα δίπλα ο ένας στον άλλον. Δεν ήξερε πως τα πράγματα αλλάζουν …

Κι αν χαθείς
θα ’μαι δω,
να σου πω
πως όλα αλλάζουν…

Παρακολουθώντας ένα φίλο με :)

Παρακολουθώντας ένα φίλο με μεγάλη προσοχή.
Φθινόπωρο. Ακόμα και στην Αθήνα της αιώνιας λιακάδας κάνει κρύο. Απλά δεν μπορείς να διακρίνεις αυτές τις μέρες αν είναι θέμα καιρού ή ανθρώπων. Απόγευμα. Ζεστή σοκολάτα σε χάρτινο, όπως τότε φοιτήτρια. Αθλητικά, τζιν, άβαφτη. Έτσι την γνώρισες τότε εκείνο το καλοκαίρι. Σου στέλνει ένα μήνυμα για “Καλημέρα”, της απαντάς “Πρωινή, πρωινή” και χαμογελάς. Τέτοια κάνει και λες μέσα σου “Να’ναι καλά η ψυχή. Της αξίζει.”

Πάλι δεν θα την πάρεις τηλέφωνο. Μην ανησυχήσει γιατί έχει και καρδιά.

Σημείωση προς τον παραλήπτη. Ναι, σε σένα μιλάμε τώρα: Φίλε, μπορείς σε παρακαλώ να της πεις πως έχεις δαγκώσει λαμαρίνα μαζί της. Όχι, δεν ακουώ τίποτα. Βρε αγόρι μου, αν δεν το έχεις καταλάβει, δεν πειράζει, το καταλάβαμε όλοι γύρω σας και αντί για κρυφό καμάρι ίσως καιρός να βγείτε καμάρι σκέτο. Λέω τώρα. Άντε γιατί καιρός κρύο, καιρός για δυο. 🙂

Everybody hurts

Γεια σου x,
Μπορεί να μην κάνεις καν τον κόπο να διαβάσεις το αυτό το μήνυμα. Δεν πειράζει, αρκεί που έκανα το δικό κομμάτι του δρόμου. Γεγονός είναι πως χέστηκα αν θα αποφασίσει ποτέ να ωριμάσεις. Όχι πια. Ο άνδρας που βλέπω μπροστά μου τις τελευταίες εβδομάδες, τίποτα κοινό δεν έχει με τον άνθρωπο με χαρακτήρα, που τόσο θαύμαζα για πολύ καιρό.

Μπορεί να είναι δύσκολο για σένα να απολογηθείς για την αγένεια και κακή συμπεριφορά σου και μπορεί να μη σε ενδιαφέρει αν πληγώνεις ανθρώπους. Σε αυτή την περίπτωση νιώθω βαθιά λύπη για σένα που έχασες το ένα από τα πιο δυνατά σημεία σου: Να βάζεις τους ανθρώπους πάν’ απ’ όλα.

Δεν σέβεσαι. Χέστηκα αν με σέβεσαι, αλλά όταν δεν σέβεσαι τον εαυτό σου, νευριάζω με την ανύπαρκτη αξιοπρέπεια σου.

Αν δεν έχεις καν τον χαρακτήρα να πεις “Μικρή, το γάμησα και λυπάμαι” τότε απλά θα σου πω με λόγια και πράξη το εξής:”Στα τσακίδια. Get out of my way, my darling.” Έτσι νιώθω. Δεν αναφέρομαι καν στο γεγονός πως έχασα φίλο. Γιατί οι φίλοι κάνουν υποχωρίσεις ο ένας για τον άλλον. Αναφέρομαι σε ανθρώπινο επίπεδο.

Τα σέβη μου

Κάποτε, κάπου κάποιοι

Wien  Cafe Landmann 01 (1 von 1)

Είναι Σάββατο βράδυ και η Βιέννη καλωσορίζει το φθινόπωρο. Περπάτημα κάπου στο κέντρο τις αριστοκρατικής πρωτεύουσας της γηραιάς ηπείρου. Εκείνη με τζίν, ένα t-shirt και χωρίς μακιγιάζ. Εκείνος με κοστούμι. Περπατάνε προς το γνωστό καφέ “Landtmann”. Οι θαμώνες στα πρότυπα της καθωσπρέπει υψηλής και όχι μόνο κοινωνίας. Έρχονται και τα ροφήματα και η κουβέντα δεν σταματά ακόμα και αφού φτάνουν λίγο μετά τα μεσάνυχτα στο σημείο όπου χωρίζουν οι δρόμοι τους. Αν δεν θα φυσούσε παγωμένος αέρας θα είχαν κάτσει και άλλες ώρες σε μια γωνία και θα λέγανε για όσα είναι και δεν είναι στην ζωή τους. Δουλεύουν πολλοί και ακόμα και ο αργοβραδυνός περίπατος στην πόλη φαίνεται πολυτέλεια. Εκείνος άφησε την Ελλάδα, έρηξε μαύρη πέτρα και απορεί πως εκείνη επιμένει και δεν την αφήνει. Αλλά και πάλι νοσταλγούν με τον ίδιο τρόπο για τον τόπο που φιλοξενεί όσα αγαπούν.

Κάτι γίνεται εδώ

«Εσύ δεν φεύγεις από Ελλάδα. Δεν αντέχεις. Αγαπάς τον τόπο αυτό τόσο πολύ που δεν μπορείς να μείνεις μακριά του,» μου είπε φίλος από τα παλιά και όσο και να ήθελα να του πω πως πρέπει να τον αποχαιρετίσω, ξέραμε ήδη και οι δύο πως τον εαυτό μου πάω να κοροϊδέψω.

Συνεχίζουν οι φίλοι στην παρέα:
«Όπως οι παππούδες σου, ή ακόμα και οι γονείς σου, δεν καταλαβαίνουν τι δουλειά ακριβώς κάνεις αλλά στο περίπου και πως δουλεύεις πολύ, και συνέχεια ρωτάνε για να καταλάβουν και γκρινιάζουν και λιγάκι από αγάπη. Κάπως έτσι και εσύ όλο λες πως θα φύγεις, αλλά δεν εννοείς να φύγεις για λίγο και να γυρίσεις με πιο γερές δυνάμεις. Κάπως έτσι εσύ στην Ελλάδα δείχνεις αντοχή, υπομονή και επιμονή, όπως μια μαμά σε ένα μικρό παιδί, σαν μια δασκάλα με όλα τα μαθητούδια της.»

20110709_011.jpg
By kouk on flickr

Είναι Παρασκευή βράδυ. Έχουμε κάτσει σε ένα ταβερνάκι σε μια γειτονιά της Αθήνας που έχει κρατήσει το άρωμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Είμαστε μια παρέα διαφορετικών ηλικιών. Συναντηθήκαμε σε ένα σταυροδρόμι κάπου μέσα στην κρίση και ενώσαμε δυνάμεις για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον. Είναι από τις στιγμές που γέλια επικρατούν και όχι στενοχώρια. Αισιοδοξία και ελπίδα, τα αισθήματα που κυριαρχούν, και όχι μόνο σαν επιγραφές στα βραχιόλια μας, ούτε μόνο σαν λέξεις στις συζητήσεις μας.

Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι πριν δυο χρόνια. Θυμάσαι, κανονίσαμε να βρεθούμε μετά από καιρό. Φορούσα το νέο μου φόρεμα και με χάζευες.  Με αποχαιρέτισες με ένα φιλί. Όπως τότε, και σήμερα αγόρασα ένα νέο φόρεμα. Έχει την ίδια ζέστη όπως τότε. Καυτός αέρος αργοπερνά στους δρόμους. Γεμάτες όνειρα οι ματιές. Κάτι γίνεται εδώ. Ήθελα να στο πω, έριξα μια ματιά στα αστέρια όσο περπατούσα από την στάση στην πλατεία προς το σπίτι μου και έκανα μια ευχή για να γίνει αυτό το καλοκαίρι μια νέα αρχή για την Ελλάδα που ονειρευόμαστε.

Σχετικά: Tweet

No BS policy

Σου είπα πως θα το κάνω και άκουσες το όνομα μου σε μια παρουσίαση.
Σου είπα πως θα το κάνω και με είδες σε μια οθόνη να απευθύνω ερώτηση στον Πρωθυπουργό.

Σου είπα πως θα το κάνω και διάβασες μια συνέντευξη.
Σου είπα πως θα το κάνω και είδες το όνομα μου σε μια παρουσίαση σε ένα slide.

Τα λόγια της αμφισβήτησης είναι εύκολα χωρίς τις αντίστοιχες πράξεις.
Οι πράξεις πάλι είναι σπάνιες.
Τόσο απλά τα πράγματα.

Εισιτήριο στην τσέπη

Δεν θυμάμαι τι μέρα ήταν τότε. Θυμάμαι πως έγραφα την ριμαδοπτυχιακή. Δως του διορθώσεις και ράψε και ξήλωνε. Δως του ξανά επεξεργασία κύριος κειμένου και παραπομπών. Έπρεπε να έχω και μανία με την τεκμηρίωση τρομάρα μου, μέσα στο καλοκαίρι
Λάθος, και τον χειμώνα την είχα.

Μου την έδωσε, σαν σήμερα, θυμάμαι, παράτησα το λάπτοπ, τα βιβλία και τις σημειώσεις, φόρεσα το αγαπημένο μου τζιν, τις πάνινες μπαλαρίνες, έπιασα φεύγοντας από την πόρτα ένα ελαφρύ ζακετάκι και πήρα το λεωφορείο για το Θέατρο Πέτρας. Έκανε αποπνικτική ζέστη.

Στα χέρια μου ένα μπουκάλι νερό. Συναυλία ήταν να ξεκινήσει. Δεν είχα εισιτήριο, οπότε πήγα από εκείνο το σημείο που μου έμαθαν φίλοι και σκαρφάλωσα με το φως του κινητού το βράχο. Μόνη μου. Βρήκα ένα βραχάκι με θέα και έκατσα.

Λίγο πριν το τέλος της συναυλίας σκαρφάλωσα προς τα κάτω. Αυτή την φορά από την πλευρά του συναυλιακού χώρου. Περπάτησα μέχρι το σπίτι. Μπαίνω στο διαμέρισμα, αφήνω σε μια καρέκλα το τσαντάκι και το ζακετάκι και βγάζω το κινητό για να το αφήσω στο γραφείο, μαζί με το εισιτήριο που με ταξίδεψε στην συναυλία.

Έκατσα και πάλι στην οθόνη και συνέχισα να γράφω σαν να μην είχε διαμεσολαβήσει στιγμή από τότε που σηκώθηκα και την κοπάνησα για λίγες ώρες για να μυρίσω το καλοκαίρι. Εκείνο το καλοκαίρι τότε ήταν πολύ γλυκό, είχε γεύση freddocchino και χρώμα βαθύ κόκκινο όπως αυτό της πανσέληνου του. Το φετινό άραγε τι γεύση και χρώμα θα έχει;

 

Κόμμα παρά τελεία

Είναι βράδυ. Σαν εκείνο τότε που σε συνάντησα. Φοράω το τζιν που σου άρεσε και το πρώτο αμάνικο μπλουζάκι του καλοκαιριού. Ατημέλητη όπως και τότε. Είμαι έξω με φίλους. Ξεσπά βροχή, καλοκαιρινό μπουρίνι και γίνομαι παπί μέχρι να φτάσω στο μετρό στο Μοναστηράκι. Είναι μέρες που γράφω πάλι. Όπως τότε.

Είναι μέρες που κάνω όσα σου έλεγα από μακριά. Κοιτάω στα βιαστικά το κινητό και θυμάμαι την γλυκιά αγωνία που είχα για εκείνα τα τοιχοτρεχάματα μας. Ξέρεις εσύ; Κλείνω πτήση για το επόμενο ταξίδι και θυμάμαι πως ψάχναμε τότε πτήσεις για να έρθουμε πιο κοντά.

Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός βουτηγμένος στα χρώματα καλοκαιρινού ηλιοβασιλέματος. Τέτοιο και το πάθος για ένα καλύτερο παρόν, μια διαφορετική χροία στην καθημερινότητα που μοιάζει με αγριεμένη θάλασσα, μια βουτιά σε ένα αισιόδοξο μέλλον. Κάνω focus σε εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που κάνουν την καθημερινότητα να μοιάζει με κύματα που παίζουν γαλήνια με τα βότσαλα και αγκαλιάζουν απαλά την άμμο.

Don’t want to see another generation drop. I’d rather be a comma than a full stop.


Good news

Ήταν κάπου το Σεπτέμβρη πέρσι, όταν κάποιος μου έβαλε σκέψεις για την ακαδημαϊκή μου πορεία. Δύσκολα με φανταζόμουν σε ακαδημαϊκό χώρο και ξανά στα θρανία. Πες πως είχα παρατήσει την ιδέα και μόνο.  Η πραγματικότητα από τα φοιτητικά μου χρόνια  μέχρι και σήμερα σαν ελεύθερος επαγγελματίας  και τελευταία  wannapreneur (wanna-be entrepreneur), είχε ένα  βασικό στοιχείο- δουλειά.

Μπορεί άραγε να συνδυαστούν αυτά τα δυο;
Μου λέει ο καλός άνθρωπος: «Δοκίμασε. Τι έχεις να χάσεις;»

Έλα μου ντε. Τόσο τσαμπουκά θα έπρεπε να τον έχω. Εμ, δεν τον μάζεψα εύκολα. Η μάχη που κάνεις με τον εαυτό σου.

«Μια αίτηση είναι, Πως κάνεις έτσι;»
Πως να μην κάνω έτσι; Aφού όλα τα σημάδια από την οικονομική κρίση μέχρι το γεγονός ότι είμαι ελεύθερος επαγγελματίας ήταν κατά.

Οπότε όταν ήρθε πριν λίγες μέρες το email που έλεγε στο περίπου τα εξής  «We are delighted to inform you that the Course Selector for Centre for Cultural Policy Studies has considered your application and recommended that you be made an offer of a place on our Creative and Media Enterprises program», έπρεπε να το διαβάσω αρκετές φορές για να το πιστέψω. Να με τσιμπήσει παρακαλώ κάποιος, γίνεται;  Το διαβάζα ξανά και ξανά, και αφού έφυγε η πίεση των ημερών από πάνω μου, γιατί έχουμε και δουλειά, όπως είπαμε, νιώθω δάκρυα στα μάγουλα μου και ένα χαμογελάω να σχηματίζεται ταυτόχρονα στο πρόσωπο μου. Fuck, I made it!

Μεγάλη εισαγωγή για μια απλή ανακοίνωση:
Έγινα δεκτή στο Warwick. Τον Οκτώβριο του 2012 θα βρεθώ στα θρανία, ενώ παράλληλα αναπτύσσω το πρακτικό σκέλος μιας ιδέας που πρέπει να πάρει μια πιο απτή μορφή από αυτήν που έχει τώρα.

Όλους αυτούς τους μήνες, κάποιοι καλοί άνθρωποι πίστεψαν στην προσπάθεια και την βοήθησαν κυρίως με θετική ενέργεια και ζεν διάθεση. Να’στε καλά, βρε παιδιά, σας ευχαριστώ πολύ πολύ!

«When you want something, all the universe conspires in helping you to achieve it.» Paolo Coelho, The Alchemist

 

Αν τολμάς…

Ένας νέος άνδρας κάτι ξεχώρισε σε εκείνη και ήρθε μια μέρα να το διαπιστώσει από κοντά. Μόνο που εκείνη την φορά εκείνη χάθηκε στο πλήθος. Ήταν μια από εκείνες τις κοινωνικές συγκεντρώσεις που από την μια δεν ξέρεις από που και πως να κρυφτείς και από την άλλη σε συναρπάζει η μάζα ανθρώπων όπου ξεχωρίζεις εκείνα τα μαργαριτάρια ανθρώπων. Προσπάθησε να την συναντήσει ξανά.

Την πρώτη φορά την είδε με την εικόνα που έπρεπε να έχει επαγγελματικά. Σεμνό μαύρο φόρεμα, τακούνια, απαλό βάψιμο.Την δεύτερη φορά αντίκρισε ένα κορίτσι με all-starάκια, τζιν, απλή με τα χέρια στις τσέπες από αμηχανία όταν μιλούσε στο κοινό. Η κοπέλα της διπλανής πόρτας, προσβάσιμη.

Εκείνη τον είδε στο πλήθος. Είδε το καθαρό του βλέμμα. Ο διάλογος πνευματικών κυμάτων ξεκίνησε. Δυο άνθρωποι που έψαχναν να μοιραστούν τα όνειρα τους, τους φόβους τους, τις σκέψεις τους. Η επικοινωνία τους δεν χανόταν στην μετάφραση, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, σε πολλά επίπεδα. Όταν το αντιλήφθηκαν, ξεκίνησαν οι συγνώμες, οι ενοχές και οι εξηγήσεις. Κάπως έτσι τα απλά έγιναν περίπλοκα. ‘Αθελα τους. Αυτά τα πράγματα δεν προγραμματίζονται, γίνονται, έτσι ξαφνικά, επειδή το συναίσθημα ξεπερνά την λογική και κάνει την ζωή πιο ανθρώπινη.

Κάπου εκεί για να μην γίνουν πιο περίπλοκα και να μην καταστραφεί μια ανθρώπινη επαφή σπάνια, ή και περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις, εκείνη πήρε την απόφαση να εξηγηθεί αντρίκια, ξεκάθαρα. Δεν ήξερε πως να βρει τις σωστές λέξεις και το σωστό ύφος για να του μιλήσει. Αν υπάρχει σωστό ή λάθος σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν ήξερε πως να ονομάσει αυτό το ιδιαίτερο και σπάνιο σκηνικό. Φοβόταν. Φοβόταν να πληγωθεί και όμως μίλησε, είπε τι σκεφτόταν και τι ένιωθε.

Τον άκουγε να απαρνιέται, να εθελοτυφλεί, να μην καταλαβαίνει ή να κάνει πως δεν καταλαβαίνανε. Τον ένιωθε. Εκείνη όμως αποφάσισε να μη σωπάσει και να ζητήσει μια απάντηση που ίσως και δεν θα πάρει.

Δεν έφταιγε κανείς τους. Είχαν τις πιο αγνές προθέσεις χωρίς καμία πονηρή σκέψη. Αλλά οι αγνοί άνθρωποι χτίζουν και αγνές σχέσεις μεταξύ τους, και κάποιες φορές και αναπτύσσεται μεταξύ τους κάτι πολύ ζεστό, γλυκό και όμορφο. Το λένε αγάπη, όποια μορφή και αν πάρει τελικά. Κάποιοι άνθρωποι τρομάζουν με αυτό. Κάποιοι απλά το ζουν.

Σχετικό post:
Marriage material