Ανεκπλήρωτες Αγάπες

Παίδες,
πρέπει να σας πω μια ιστορία. Οπότε κάθεστε, φτιάχετε καφέ ή βγάζετε μπύρα από το ψυγείο, ανάβετε τσιγάρο, κάτι για να υπάρχει η αίσθηση της απόλαυσης ή ανακούφισης, όπως το βλέπει κανείς τελώς πάντων. Όπως μας λέει και ο τίτλος, θα πούμε μια ιστορία για μια ανεκπλήρωτη αγάπη, ένας έρωτα που τελείωσε πριν καν γεννηθεί. Αυτό που έχουν όλες οι ανεκπλήρωτες αγάπες και οι έρωτες κοινό είναι πως υπάρχει πάντα ένας λόγος γιατί δεν εκπληρώνονται, μικρός, μεγάλος, σοβαρός ή γελοίος, κάποιος λόγος.

Είναι λοιπόν, οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας δυο φίλη, ένα αγορί και ένα κορίτσι. Το κόριτσι στην αρχή της ιστορίας είναι κάπου στα μέσα των 20, αλλάζει τις πρώτες της δουλείες, ανασφάλειες, φρέσκο-πήρε πτυχίο. Ξέρετε τρυφερούδι. Άτυχο λίγο με τα αγορία, ας την ονομάσουμε Μαρία. Το αγόρι είναι στα 30άντα κάτι, καλό παιδί, με κάτι κολλήματα αλλά καλό παιδί, ας τον πούμε Γιώργο. Ο Γιώργος το γούσταρε το Μαράκι, αλλά κάπως μια της φερόταν λες και ήταν μικρό παιδί, μια έκανε υπερβολές με σεξουαλικά υπονοούμενα. Αγόρι θα μου πείτε. Αλλά το κορίτσι, όπως είπαμε άτυχο, ήταν λίγο πιο ρομαντικό να το πούμε. Μη παρεξηγηθούμε, η Μαρία τον λάτρευε τον Γιώργο, πολύ. Την έκανε να χαμογέλαει, να γελάει με την ψυχή της, να ξεχαστεί, να νιώθει όμορφα. Αλλά την τρόμαζε, επίσης πολύ και έτσι δεν του είπε τότε τι ένιωθε. Μια μέρα της την πέφτει, ας πούμε λίγο άγαρμπα ο Γιώργος και η Μαρία επειδή ένιωθε πως δεν την σεβάστηκε, και πως εκεί που τον θεωρούσε καταφύγειο της, της καταπάτησε την εμπιστοσύνη που του είχε, σταμάτησε να του μιλά. Ούτε μηνύματα, ούτε τηλέφωνα, ούτε facebook. Ήθελε να κρατήσει τις καλές στιγμές. Το είχε ανάγκη, όπως όλοι μας εξάλλου.

Continue reading Ανεκπλήρωτες Αγάπες

Στο 2 παρά το τέταρτο

Ήμεθά σε κρίση σε σχεδόν όλα τα επίπεδα. Λέω σχεδόν γιατί σε προσωπικό επίπεδο κυριαρχεί θάλασσα λάδι. Τα έχουμε βρει στο 2 παρά 30. Στο περίπου 3 ήταν
τρια δύσκολα χρόνια της ενηλικίωσης. Ας τα ονομάσουμε quarter life crisis και ας την περνάνε κάποιοι νωρίτερα ή αργότερα. Τα κάναμε tabula rasa. Πρώτα χωρίσαμε. Να΄ ναι καλά το παλικάρι, είναι και νέος μπαμπάς τώρα ενός κορίτσαρου, ζωή να ‘χει το πλάσμα. Μετά στρώσαμε τα επαγγελματικά, πήγαμε να στρώσουμε ταυτόχρονα να προσωπικά και πέσαμε τ’ ανάσκελο. Αφήσαμε τα προσωπικά αφενός γιατί ήταν πιο δύσκολα αφετέρου πιο επίπονη διαδικασία. Στρώσαμε τα επαγγελματικά στα μέση της κρίσης, και απολαμβάνουμε πλέον τα αποτελέσματα της διαδικασίας αυτής.

Όσοι αναρωτιέστε αν πάσχετε από το φαινόμενο της κρίσεως του τετάρτου, παρακαλώ ακολουθήστε το link εδώ

Με βάση όσα διάβασα στο άρθρο στην Guardian διακρίνουμε διαφορετικές φάσεις της κρίσης του τετάρτου. Σε ότι φάση και να βρίσκεστε, να την δείτε σαν καταλύτη για αλλαγές με θετική χρεία στην ζωή σας. Σαν ηφαίστειο που ξυπνά ένα πράμα, αντί να φρικάρετε πως έχετε κλείσει σαν άνθρωποι.

Πριν δυο χρόνια βρέθηκα στο Λονδίνο για να ηρεμήσω και καλά
Με το κινητό στο χέρι μιλώντας με το αφεντικό διότι το πελατών ήταν απαιτητικό. Δεν βαριέσαι. Γυρίσαμε και εκτάκτως από το την Τζιά διότι είχα μεν εκλογές. Ναι, παίδες, το έκανα και αυτό το σπορ στα νιάτα μου. Πέρσι το ζήσαμε και πάλι στην Σαντορίνη. Φέτος ρυθμίσαμε το μηνυματάκι «Out of office».  Επίσης, σαν να θέλει να μου πει κάτι η ζωή και το μπλακμπέριον  τα έχει παίξει κοινώς και θα έπρεπε να πάει για service. Θα το πάω αφού γυρίσω από τα μπανάκια μου. Άχρηστο πράμα το κινητό στην παραλία, μόνο για ένα πράμα το θες
για το αγόρι ή το κορίτσι της διπλανής ψάθας για να ανταλλάξετε νούμερο και να κλείστε ραντεβού για ποτάκι με φεγγαράδα. Αλλά αυτό και χωρίς κινητό γίνεται όταν υπάρχει καλή διάθεση. 😉

Τις προάλλες συνάντησα έναν έρωτα από τα παλιά για ένα καφέ. Κάναμε πλάκες μεταξύ πονηρού και αστείο. Γυρνάει και μου λέει: «Σαν να επέστρεψες στην ζωή. Καιρός ήταν. Χαμογελάς πάλι.»

Τα σέβη μου

Κάτι γίνεται εδώ

«Εσύ δεν φεύγεις από Ελλάδα. Δεν αντέχεις. Αγαπάς τον τόπο αυτό τόσο πολύ που δεν μπορείς να μείνεις μακριά του,» μου είπε φίλος από τα παλιά και όσο και να ήθελα να του πω πως πρέπει να τον αποχαιρετίσω, ξέραμε ήδη και οι δύο πως τον εαυτό μου πάω να κοροϊδέψω.

Συνεχίζουν οι φίλοι στην παρέα:
«Όπως οι παππούδες σου, ή ακόμα και οι γονείς σου, δεν καταλαβαίνουν τι δουλειά ακριβώς κάνεις αλλά στο περίπου και πως δουλεύεις πολύ, και συνέχεια ρωτάνε για να καταλάβουν και γκρινιάζουν και λιγάκι από αγάπη. Κάπως έτσι και εσύ όλο λες πως θα φύγεις, αλλά δεν εννοείς να φύγεις για λίγο και να γυρίσεις με πιο γερές δυνάμεις. Κάπως έτσι εσύ στην Ελλάδα δείχνεις αντοχή, υπομονή και επιμονή, όπως μια μαμά σε ένα μικρό παιδί, σαν μια δασκάλα με όλα τα μαθητούδια της.»

20110709_011.jpg
By kouk on flickr

Είναι Παρασκευή βράδυ. Έχουμε κάτσει σε ένα ταβερνάκι σε μια γειτονιά της Αθήνας που έχει κρατήσει το άρωμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Είμαστε μια παρέα διαφορετικών ηλικιών. Συναντηθήκαμε σε ένα σταυροδρόμι κάπου μέσα στην κρίση και ενώσαμε δυνάμεις για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον. Είναι από τις στιγμές που γέλια επικρατούν και όχι στενοχώρια. Αισιοδοξία και ελπίδα, τα αισθήματα που κυριαρχούν, και όχι μόνο σαν επιγραφές στα βραχιόλια μας, ούτε μόνο σαν λέξεις στις συζητήσεις μας.

Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι πριν δυο χρόνια. Θυμάσαι, κανονίσαμε να βρεθούμε μετά από καιρό. Φορούσα το νέο μου φόρεμα και με χάζευες.  Με αποχαιρέτισες με ένα φιλί. Όπως τότε, και σήμερα αγόρασα ένα νέο φόρεμα. Έχει την ίδια ζέστη όπως τότε. Καυτός αέρος αργοπερνά στους δρόμους. Γεμάτες όνειρα οι ματιές. Κάτι γίνεται εδώ. Ήθελα να στο πω, έριξα μια ματιά στα αστέρια όσο περπατούσα από την στάση στην πλατεία προς το σπίτι μου και έκανα μια ευχή για να γίνει αυτό το καλοκαίρι μια νέα αρχή για την Ελλάδα που ονειρευόμαστε.

Σχετικά: Tweet

Ζέστη ζεστένια

Moon Rise
Moon Rise by Ben Lat

Σαββατόβραδο. Ήρεμη βράδια μετά από καιρό συνειδητοποιώ πως έχουν ηρεμήσει ευχάριστα τα βράδια μου. Κάνει ζέστη, από εκείνες της ζέστες που κάθεσαι στο μπαλκόνι μπας και σε δροσίσει το περαστικό αεράκι, μπας και σωθείς από το κλιματιστικό και τους ανεμιστήρες. Από εκείνες τις ζέστες που δεν σε πιάνει ο ύπνος και σηκώνεσαι τακτικά για να πιεις νερό. Εκείνα τα βράδια που χαζεύεις το φεγγάρι και τα αστέρια όσο βράζει η άσφαλτος και τα μπετά της γειτονιάς. Είναι περασμένη η ώρα και φτιάχνεις άλλο ένα καφέ. Η βόλτα στην κουζίνα ως υποκατάστατο της βόλτας μέσα στην νύχτα μέσα στην πόλη.

Μια τέτοια βράδια έχουμε λοιπόν, και όλο κάτι θέλω να σου πω και δεν τολμώ να στο πω, δεν με αφήνεις να στο πω για να μη πω μεγάλες και βαριές κουβέντες. Αν με αφήσεις να τις πω τι θα γίνει άραγε; Θα είναι λιγότερο ή περισσότερο μεγάλες και βαριές;

Αν τολμάς…

Ένας νέος άνδρας κάτι ξεχώρισε σε εκείνη και ήρθε μια μέρα να το διαπιστώσει από κοντά. Μόνο που εκείνη την φορά εκείνη χάθηκε στο πλήθος. Ήταν μια από εκείνες τις κοινωνικές συγκεντρώσεις που από την μια δεν ξέρεις από που και πως να κρυφτείς και από την άλλη σε συναρπάζει η μάζα ανθρώπων όπου ξεχωρίζεις εκείνα τα μαργαριτάρια ανθρώπων. Προσπάθησε να την συναντήσει ξανά.

Την πρώτη φορά την είδε με την εικόνα που έπρεπε να έχει επαγγελματικά. Σεμνό μαύρο φόρεμα, τακούνια, απαλό βάψιμο.Την δεύτερη φορά αντίκρισε ένα κορίτσι με all-starάκια, τζιν, απλή με τα χέρια στις τσέπες από αμηχανία όταν μιλούσε στο κοινό. Η κοπέλα της διπλανής πόρτας, προσβάσιμη.

Εκείνη τον είδε στο πλήθος. Είδε το καθαρό του βλέμμα. Ο διάλογος πνευματικών κυμάτων ξεκίνησε. Δυο άνθρωποι που έψαχναν να μοιραστούν τα όνειρα τους, τους φόβους τους, τις σκέψεις τους. Η επικοινωνία τους δεν χανόταν στην μετάφραση, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, σε πολλά επίπεδα. Όταν το αντιλήφθηκαν, ξεκίνησαν οι συγνώμες, οι ενοχές και οι εξηγήσεις. Κάπως έτσι τα απλά έγιναν περίπλοκα. ‘Αθελα τους. Αυτά τα πράγματα δεν προγραμματίζονται, γίνονται, έτσι ξαφνικά, επειδή το συναίσθημα ξεπερνά την λογική και κάνει την ζωή πιο ανθρώπινη.

Κάπου εκεί για να μην γίνουν πιο περίπλοκα και να μην καταστραφεί μια ανθρώπινη επαφή σπάνια, ή και περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις, εκείνη πήρε την απόφαση να εξηγηθεί αντρίκια, ξεκάθαρα. Δεν ήξερε πως να βρει τις σωστές λέξεις και το σωστό ύφος για να του μιλήσει. Αν υπάρχει σωστό ή λάθος σε αυτές τις περιπτώσεις. Δεν ήξερε πως να ονομάσει αυτό το ιδιαίτερο και σπάνιο σκηνικό. Φοβόταν. Φοβόταν να πληγωθεί και όμως μίλησε, είπε τι σκεφτόταν και τι ένιωθε.

Τον άκουγε να απαρνιέται, να εθελοτυφλεί, να μην καταλαβαίνει ή να κάνει πως δεν καταλαβαίνανε. Τον ένιωθε. Εκείνη όμως αποφάσισε να μη σωπάσει και να ζητήσει μια απάντηση που ίσως και δεν θα πάρει.

Δεν έφταιγε κανείς τους. Είχαν τις πιο αγνές προθέσεις χωρίς καμία πονηρή σκέψη. Αλλά οι αγνοί άνθρωποι χτίζουν και αγνές σχέσεις μεταξύ τους, και κάποιες φορές και αναπτύσσεται μεταξύ τους κάτι πολύ ζεστό, γλυκό και όμορφο. Το λένε αγάπη, όποια μορφή και αν πάρει τελικά. Κάποιοι άνθρωποι τρομάζουν με αυτό. Κάποιοι απλά το ζουν.

Σχετικό post:
Marriage material

Στη σιωπή

Ένα δωμάτιο με δυο γραφεία, ένα μεγάλο και ένα μικρό. Στο μικρό δεν μπορούν να κάτσουν άνετα δυο άτομα μαζί για να δουλέψουν αλλά το αφεντικό επιμένει να κάτσει η νεαρή κοπέλα εκεί. Είναι σε τόσο μικρή απόσταση, απόσταση αναπνοής, που εκείνη νιώθει άβολα.

Τι να κάνει όμως που έχει ανάγκη την δουλειά, και πως να βρει δουλειά τέτοιες εποχές, εποχές δύσκολες. Το δέχεται από φόβο. Όταν δεν κάθεται δίπλα του, κάθεταί στο μεγάλο γραφείο που είναι απέναντι του. Το ένστικτό της δίνει σήμα πως κάποιος την παρακολουθεί.

Αρχικά προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν απλά ιδέα της αλλά δεν είναι. Σταμάτησε να βάφεται. Στο γραφείο πήγαινε πλέον αποκλειστικά με φαρδιά παντελόνια, αθλητικό παπούτσι ή στρωτό για να αποφύγει το σχετικό σχόλιο περί του θηλυκού ήχου των τακουνιών της. Κάλυπτε το πάνω μέρος του κορμιού της πάντα με εσάρπες που έφταναν μέχρι το ύψος της μέσης, ίσια ίσια για να μην φανεί η καμπύλη της μέσης αλλά κυρίως να μην φανεί το στήθος της.

Κάποια μέρα μάζευε το γραφείο, τακτοποίησε ντουλάπες και διάφορα. Ένιωθε ένα μάτι γαρίδα πάνω της. Αναρωτιόταν αν εκείνος καταλάβαινε πως εκείνη είχε καταλάβει τι γίνεται.

Δεν ήταν ιδέα της. Φοβόταν να πηγαίνει στο γραφείο. Έτρεμε το γραφείο, έτρεμε τις οικονομικές δυσκολίες της και την αβεβαιότητα. Εκείνος είχε ξεκινήσει να σηκώνει φωνή και να προσβάλλει όταν δεν μπορούσε να επιβληθεί. Ξεκίνησε να ρυθμίζει την πληρωμή της ανάλογα με τα κέφια του, καταπατώντας την γραπτή συμφωνία τους επανειλημμένως.

Εκείνη φοβάται και τρέμει
«Μαλακισμένο ένστικτό», σκέφτεται. Όταν είναι σπίτι της την πιάνουν τα κλάματα και τρέμουλο. Δεν κοιμόταν, δεν έτρωγε.

Παίρνει τελικά την δύναμη να πάρει την απόφαση πως αυτές οι συνθήκες θα πρέπει να αλλάξουν. Η υγειά της πλέον κινδύνευε. Καλεί δυο τρεις φίλους και διηγείται το συμβάν. Τα αγόρια γίνονται έξαλλα, οι κοπέλες επίσης.

Μιλά με τους γονείς της για την στηρήξουν οικονομικά και παραιτείται. Απλά.
Μια εβδομάδα μετά καταρρέει στην μέση του δρόμου, Υπερκόπωση είπαν στο νοσοκομείο, νευρικό κλονισμό ανεξερεύνητης αιτίας ο ψυχολόγος του νοσοκομείο. Εκείνη αρνείται να μιλήσει για το συμβάν. Μένει μια εβδομάδα σπίτι για να συνέρθει. Σωπαίνει.

Έπεσε χαμηλά στα δικά της μάτια, ίσως και άλλων. Τι σημασία έχει αν εκείνη μπορεί να σηκωθεί ξανά;
Σήκωσε το βλέμμα της. Του κοιτά απευθείας στα μάτια και νιώθει πως και αυτό είναι μια εξουσία. Τον συναντά τυχαία. Τον κοιτά στα μάτια, σταθερά. Εκείνος χαμηλώνει το βλέμμα. Δεν τολμά να της απλώσει το χέρι ούτε να την χαιρετίσει. Εκείνη βλέπει πως εκείνος κατάλαβε πολύ καλά. Στα μάτια της οργή, στα δικά του ντροπή.

« Άρα κατάλαβες τι έκανες τόσο καιρό, αλλά τον ανδρισμό για να μου ζητήσεις συγνώμη δεν τον είχες;» σκέφτεται μέσα της. «Ωραίος ο ανδρισμός της βίας και της ψυχολογικής βίας ακόμα περισσότερο, μόνο που το power game δεν αλλάζει γρήγορα ροή»

O καλός άνθρωπος της καλής Ελλάδας

Οι πρωινές ώρες βρέθηκαν στους δρόμους που ήταν νωποί από την ανοιξιάτικη βροχή ή ίσως ήταν από δάκρυα για τον χαμό ενός αγαπημένου προσώπου ή και για ένα κομμάτι καλή Ελλάδα;

Ο άνθρωπος που έπαιζε στις ταινίες των παιδικών μου καλοκαιριών, συνομήλικος των παππούδων μου, που υπεραγαπώ, έγινε άνθρωπος δικός μου, ζωγράφιζε χαμόγελα, και δίδασκε σοφία ανθρωπιάς.

«Τι να τις κάνω τις τιμές
Ποια δόξα; Δεν είναι πόλεμος ετούτο που μας βρήκε, κύριε ταξίαρχε. Ντροπή είναι. Έλληνες να ντουφεκάνε Έλληνες.”»

Λόγια που είπε ως παππούς στην ταινία «Ψυχή Βαθιά» για να πάρει το πτώμα του εγγονού. Kάποιοι Έλληνες σήμερα δεν ντουφεκάνε Έλληνες αλλά μάχονται ο ένας ενάντια στον άλλον αντί να στέκονται πλάι ο ένας στον άλλον για να ταξιδέψουν μαζί στην «’Ελλάδα που πότε είναι φουρτούνα και πότε μπουνάτσα». όπως έλεγε ο Θανάσης Βέγγος με τον Ευγένιο Σπαθάρη σε γνωστό διαφημιστικό σποτάκι, γιατί «η Ελλάδα είναι ένα μικρό λευκό καράβι με το άρωμα της ζωής μέσα και το φιλαράκο δίπλα.»

Αυτή η Ελλάδα μου λείπει γιατί με αυτήν μεγάλωσα, αυτήν αγάπησα, σε αυτή πιστεύω και την αναζητώ. Νιώθω πως ένα κομμάτι αυτής της καλής Ελλάδας χάθηκε μαζί με τον Θανάση Βέγγο. Αλλά τι δικαίωμα έχω να μιλήσω;

Ο σεβασμός στον άνθρωπο μου έχουν μάθει πως είναι αξία. Η ευγένεια και η ανθρωπιά μου είπαν πως είναι χαρακτηριστικά του καλού ανθρώπου, όπως ήταν ο Θανάσης μας.

Ανθρώπινο πρόσωπο εμφάνιζε στις ταινίες του και στο σανίδι. Ανθρώπινος πορεύτηκε στην ζωή, έτσι μου λένε οι παππούδες μου. Δίκιο θα έχουν.

Καλό ταξίδι, καλέ μας άνθρωπε, σταθμός στις καρδίες μας.

Σα να μη πέρασε μια μέρα…

Χθες κάπου στην Αθήνα. Είχε λιακάδα και σαν να ξέχναγες το γεγονός πως αυτή η πόλη αργοπεθαίνει. Είχε καιρό όπως εκείνο το βράδυ που πήραν φωτιά τα λαπιτόπια και μύριζε ελπίδα. Κάπου εκεί όπως κατέβαινα την Ερμού και περιπλανιόμουν στα στενάκια του κέντρου σαν να άκουγα τον ήχο της φωνής σου να λέει «Γειά σας» και χαμογέλασα. Αναμνήσεις γλυκιές σαν γλυκό του κουταλιού. Θυμήθηκα την αγωνία μου για σένα και τα όνειρα που ξανάκανα από τότε που σε γνώρισα. Είχα τόσα πράγματα να σου πω και δεν πρόλαβα.

Θυμήθηκα την ερώτηση μου στον ΓΑΠ, την ραδιοφωνική μου αφιέρωση για σένα… και πως μια μέρα αποφάσισες πως δεν θέλεις να έχεις καμία επαφή μαζί μου. Τόσο σε πίεσε το συναίσθημα, τόσο δεν άντεξες πως κάποιος σε νοιάζεται. Σταμάτησα να γράφω.

Φεύγουν φάκελα προς διάφορες χώρες της Ευρώπης. Ετοιμάζονται πλάνα για τα επόμενα βήματα ανάλογα ποια χώρα τελικά θα γίνει προορισμός μου.

Σου είχα πει κάποτε σε εκείνον τον καφέ:

Αν έχω λόγο θα γυρίσω, όπως έχω και λόγο να φύγω. Η ευτυχία είναι ένα ταξίδι και το δικό μου εισιτήριο λέει να αλλάξω διαδρομή για να πάω εκεί που ανήκω.

 

Καλό μου ταξίδι…όποιος και να είναι ο τελικώς προορισμός.

Το πάρτυ

Γενέθλιο πάρτυ. Δεν είχε σημασία πως ήταν γενέθλια. Σε ένα στέκι των Αθηνών, έκλεισε για δέκα άτομα, εκείνα που πίστευε πως θα έβρισκαν τον χρόνο και την διάθεση να της κάνουν την τιμή να έρθουν. Και ήρθανε. Εκείνος δεν ήρθε, όπως δεν ήρθε και δεν έρχεται ποτέ. Απλά αυτή την φορά δεν είχε σημασία αν θα έρθει, γιατί ήρθαν όλοι τους. Ίσως και να μην τον κάλεσε καν, τι σημασία έχει; Ήρθαν όσοι έχουν σημασία.

Έρχεται λοιπόν, ο κολλητός, και της προσφέρει με ένα ζεστό χαμόγελο μια ανθοδέσμη. Άλλος γυρνούσε γύρω γύρω στο κέντρο για να βρει πάρκινγκ για να περάσει έστω για ένα κρασί. Κάποιοι ήρθαν στα καπάκια από σεμινάρια και δουλειά. Δυο που από κούραση δεν άντεχαν να πάρουν τα πόδια τους, έβαλαν τα καλά τους, βάφτηκαν και ήρθαν. Δεν βαρέθηκαν την απόσταση για να κατέβουν κέντρο. Την εποχή της «στιγμιαίας επικοινωνίας» δεν αφήνουν τις ανθρώπινες σχέσεις να γίνουν στιγμιαίες αλλά να παραμείνουν αυτό που τις κάνει βαθιά ανθρώπινες, ουσιαστικές. Λουλούδι χωρίς νερό δεν ανθίζει.

Το μεγαλύτερο δώρο στην ζωή μας είναι η παρουσία των ανθρώπων που αγαπάμε και μας αγαπούν. Το πιο πολύτιμο δώρο που μπορούμε να δώσουμε στους άλλους είναι χρόνος και συναισθήματα.

Η ανάπτυξη είναι δικαίωμα;

Στην Ελλάδα απλά δουλεύουμε για να δουλεύουμε, όχι για να παράγουμε κάτι.

Κάπως έτσι ξεκίνησε μια κουβέντα. Δεν έχει σημασία το που, πως και πότε αλλά το τι.

Ώρα να τραβήξουμε χειρόφρενο στην μαλακία γιατί όποτε ήρθαν άνθρωποι να παράγουν κάτι τους κυνηγήσαμε και τους είπαμε ότι αυτά δεν γίνονται στην Ελλάδα και μας χαλάνε την πιάτσα αυτοί εργάζονται σε χώρες που ξέρουν να παράγουν για ανθρώπους που έχουν ανοικτό μυαλό και φαντασία και εμείς τώρα βουλιάζουμε.

Κάπου εδώ δεν το Τρίτο Μάτι λέει να τοποθετηθεί ον λίγον:

…Συνεχίζουν να δημιουργούν και να παράγουν ανεξαρτήτως το που βρίσκονται, ακόμα και για την Ελλάδα. Μόνο αυτό ενοχλεί. Ενοχλεί που κάποιοι έχουν όραμα, όνειρα, ιδέες και πραγματοποιούν. Κάποιους δεν τους ενοχλεί…Και που τα λέω, φαίνομαι γραφική, με υφάκι και άκρως παρεξηγήσιμη…Ξέρεις, αν ακόμα κάποιοι δεν καταλαβαίνουν πως κίνητρο δημιουργίας δεν είναι συνήθως τα χρήματα αλλά κάτι που ονομάζεται πάθος, μεράκι, διάθεση…τότε ότι και να πω είναι ένα αναμμένο σπίρτο στον αέρα…Το καλό είναι πως το δικό μου σπίρτο βρήκε κεράκι για να ακουμπήσει και να δώσει φως και ας στεναχωριέμαι κάποιες φορές. Δεν βαριέσαι. Άνθρωποι είναι, θέλουν το χρόνο τους.

Γραφική και άκρως ρομαντική η διατύπωση μου με το κερί.

Πριν κάποιες μέρες, ο Κώστας Γραμμάτης μίλησε στο πλαίσιο του TEDxAthens, για το ανθρώπινο δικαίωμα της πρόσβασης στο διαδίκτυο.

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=ZT3NBbD_ml8]

Να θυμήθουμε όπως  άλλα άκρως καινοτόμα ανθρώπινα δικαιώματα και αξίες που τόσο υπερασπιζόμαστε στην θεωρία αλλά τα κάνουμε στην άκρη πρακτικά για να μην ασχοληθούμε με τις βάσεις της κοινωνικής ανάπτυξης.

– Δικαίωμα της ελευθερίας της γνώμης και της έκφρασης

– Δικαίωμα κοινωνικής προστασίας

– Δικαίωμα στην εκπαίδευση

Άρθρα 19, 22 και 26 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα της 10ης Δεκεμβρίου 1948.

Η ανάπτυξη λοιπόν, δεν είναι απλά ένα ζήτημα οικονομίας αλλά κυρίως κοινωνίας. Ο βασικός πυλώνας παραμένει η παιδειά, κοινωνική και «σχολική», η ανάπτυξη γνώσεων και ικανοτήτων. Δεν εννοώ όλους εμάς τους προνομιούχους με πρόσβαση στο διαδίκτυο αλλά όσους δεν έχουν πρόσβαση σε αυτό είτε στα άλλα καινοτόμα δικαιώματα στο τέλος του 2010.