«Είναι κάτι σταυροδρόμια μαγεμένα που συναντιόμαστε και ύστερα χανόμαστε
» ( Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας Νύχτωσε Νύχτα)
Και όμως δεν χανόμαστε ποτέ και γνωριζόμαστε και ας νυχτώνει η νύχτα σε μια πόλη που τα ανήσυχα πνεύματα της δίνουν ζωή και πιο ανθρώπινη όψη.
Με λίγο κρασί, pop corn, ταινίες και συζητήσεις για φυσικά τοπία, λογοτεχνία και τραγούδια ξημερώνει η επόμενη μέρα πιο εύκολα. Το πρωί καφές στα γρήγορα και σχεδόν άυπνοι φεύγουμε για δουλειά. Γιατί να χάσεις τόσο χρόνο πολύτιμο με ύπνο ενώ μπορείς να δεις τις ιδέες σου να περπατούν, να μεγαλώνουν και να ωριμάζουν.
Η ζωή σου στρωμένη με όμορφες εικόνες, ήχους και ταξίδια.
Ήταν φθινόπωρο και σε ένα φοιτητικό σπίτι κάπου στην Βιέννη, παρέα επιτραπέζια και τσαΪ μια μικρή μαθήτρια λυκείου μαθαίνει από τους φίλους του μεγαλύτερου αδερφού για το πως αλλάζουν τα πράγματα στην Ελλάδα αργά και βασανιστικά. Η μαθήτρια ήμουν εγώ, γλυκά δεκάξι. Τότε σημείωνα σε σημειωματάρια, το λεγόμενο «pen and paper». Σήμερα, μόνιμη παρέα στην τσάντα, ένα σημειωματάριο και η φωτογραφική μηχανή. Έκταση του χαρτιού έγιναν το laptop και το blog. Μοιράζομαι όσα παρατηρώ στον κόσμο απλά με περισσότερο κόσμο, με κόσμο που ίσως δεν θα ανταλλάξω ποτέ κουβέντα, ίσως δεν γνωρίσω ποτέ, ίσως δεν αντιληφθώ ποτέ τις σκέψεις του παρά μόνο την παρουσία του.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια, η ματιά από Αθήνα βλέπει τα πράγματα να συνεχίζουν να κινούνται αργά και βασανιστικά για τους νέους ειδικά αλλά και γενικά σε τούτο εδώ τον τόπο, που πάντα εξήγαγε τα ταλέντα και τα μυαλά του σε άλλες χώρες, τα χάριζε απλόχερα. Τόσο απλόχερα που δεν περίμενε να επιστρέψουν, δεν περίμενε να έρθουν κάποιοι άλλοι να γεμίσουν το κενό και δεν φρόντισε και ποτέ να το γεμίσει ή να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να γεμίσει το κενό, που μεγάλωνε διαρκώς.
Picture By Amir K
Το παλέψαμε σχεδόν μια δεκαετία. Καιρός λοιπόν, να ανοίξουμε τα φτερά μας, να πετάξουμε και προς άλλα μέρη, να δούμε, ακούσουμε και μάθουμε νέα πράγματα. Να ζήσουμε νέες εμπειρίες για να τις μοιραστούμε.
Με άλλα λόγια, ήρθε και για μένα η στιγμή να κάνω το επόμενο βήμα. Δεν αποσύρομαι από την Ελλάδα εντελώς αλλά παραμένει ένα «παράρτημα». Βάση μου ήταν έτσι και αλλιώς πάντα οι άνθρωποι. Δουλεύω επιλεκτικά κάποια projects που με ενδιαφέρουν από Ελλάδα. Δεν φεύγω ακόμα και όχι εντελώς. Having a third eye watching here anyway. 😉
Το σύντομο μήνυμα μου για κάθε νέο άνθρωπο με διάθεση να δημιουργήσει «κάτι»
Υ.Γ. Χθες ήταν αν όχι το τελευταίο Jelly talks, σίγουρα ένα από τα τελευταία το όποιο είχα και έχω την τιμή να συνοργανώνω με την κοινότητα. Αλλά για αυτό θα γράψω αλλού και αργότερα. 🙂
Αν δεν θα ήταν νησί, θα ήταν μια όμορφη νεράιδα ενός παραμυθιού. Η Σαντορίνη, για μένα η πριγκίπισσα του Αιγαίου, αν και κοσμική σου εμπνέει μια ηρεμία που δεν συνηθίζεται σε άλλα κυκλαδίτικα νησιά. Εκεί που καίγονται τα πατουσάκια σου για να φτάσεις μέσα από την καυτή άμμο στον Περίβολο στα καταγάλανα δροσερά νερά, σε φυλά τρυφερά ένα μελτέμι. Όσο για το ηλιοβασίλεμα, δεν ξέρω αν είναι το ομορφότερο στον κόσμο, σίγουρα όμως έχει μια ιδιαίτερη αίσθηση. Όπως δύει ο ήλιος και γίνεται ένα με την θάλασσα, ζωγραφίζοντας τα πιο ζεστά χρώματα στον ουρανό, παίρνεις μια βαθιά ανάσα.
Λίγες ήταν οι μέρες μου στο μαγικό νησί.
Στα δυο στέκια μου με θυμήθηκαν και ας έχουν περάσει δυο χρόνια.
“Ένα λευκό στο τρία,” φώναξε η Κατερίνα από τις σκάλες του μαγαζιού όπου υποδεχόταν τους θαμώνες των Φηρών. Και όπως πριν δυο χρόνια το γκαρσόν με προσέγγισε για το ποτό μετά το σχόλασμα του. Κλασσικές αξίες καλοκαιριού και ας ήξερε ότι δεν θα εμφανιζόμουν.
Όπως και πριν δυο χρόνια, έκανα στάση για ένα μικρό δώρο στον εαυτό μου. Βραχιολάκι με μαργαριτάρι, ντόπια λάβα και τυρκουαζάκι. Φυλαχτό που θα κρατήσει την όμορφη αύρα του νησιού κοντά μου.
Στάση στην Μητρόπολη για να ανάψω ένα κεράκι για μια ψυχούλα που αγαπώ. Έτσι, γιατί πιστεύω πως η μαγεία της Σαντορίνης φτάνει των αγγέλων τα αυτιά και θα ακούσουν την παράκληση μου να προσέχουν εκείνη την ψυχή.
Η νύχτα που γεννά τον Δεκαπενταύγουστο. Μια μέρα όπως τις άλλες.
Αν θα ήταν σοφιστικέ σίριαλ, η Μαρία θα ήταν το κορίτσι της διπλανής πόρτας, της γειτονιάς το αστέρι. Τα δάκρυα της τρέχουν πίσω από κλεισμένες πόρτες, συνήθως η νύχτα, άντε να τα δει και λίγο ο ήλιος όταν κάνει μια από αυτές τις βόλτες βαθύ συλλογισμού.
Είναι Δεκαπενταύγουστος και η Μαρία γιορτάζει. Δεν θα της ευχηθεί σχεδόν κανείς. Γιατί απλά σχεδόν κανείς δεν ξέρει πως την Μαρία την λένε και Μαρία. Ετοιμάζεται για λίγες μέρες σε νησί όπου να παίξει με τα κύματα του Αιγαίου και τις αχτίδες του ήλιου, θα χαζέψει τον ουρανό με τ΄άστρα. Θα ξεχάσει το κινητό πεταμένο σε μια τσάντα. Δεν θα την νοιάζει αν θα είναι καθώς πρέπει ντυμένη γιατί για εκείνη θα είναι όμορφη σαν την Αφροδίτη με μια απλή λινή φουστίτσα, και ένα εξώπλατο μπλουζάκι. Στην τσάντα λίγα ρούχα, τίποτα το σπουδαίο και κυριλάτο, κάποια βιβλία και το ipodάκι για μουσικό χαλί και το σημειωματάριο.
Η ηρεμία της Μαρίας και της κάθε Μαρίας, του κάθε Παναγιώτη αποκτά άλλη διάσταση με το άκουσμα κυμάτων και το χάζεμα του ηλιοβασιλέματος.
Το δεύτερο μου όνομα είναι Μαρία. Δεν έχουν καμία σημασία οι γιορτές. Είναι μέρες όπως όλες οι άλλες. Aυτό που έχει σημασία είναι οι άνθρωποι στην ζωή μας. Όχι οι περαστικοί, αλλά οι σταθμοί μας.
Η πραγματικότητα:
Η κοριτσοπαρέα στην παραλία με ρωτάει “Nτίνα, τι να κάνουμε. Εσύ που δουλεύεις τόσα χρόνια πες κάτι;” Δουλεύω κοντά στα πέντε χρόνια, και με όποιο περίεργο εργασιακό καθεστώς μπορείτε να φανταστείτε.
Πες ότι ήδη έχω δοκιμαστεί σε αυτή την αγορά και ότι και να πω, τα ξέρετε. Και δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό να είμαστε νέοι άνθρωποι, χωρίς ελπίδα για μέλλον στην τελική. Η μόνη ελπίδα είναι ότι όλα θα πάνε καλά και θα γυρίσει ο τροχός. Θα μου πεις ότι τι ήθελα και πήρα το ρίσκο να είμαι ελεύθερο πουλί σε μια πολύ δυσκίνητη αγορά σαν την ελληνική; To πήρα γιατί το να θυσιάσω την επαγγελματική και προσωπική μου εξέλιξη ήταν μεγαλύτερο ρίσκο. Μια πολυτέλεια. Μεγάλη ίσως.
To όνειρο:
Πριν δυόμισι χρόνια ξεκίνησα να ξαναπιάσω το όνειρο μου. Να κάνω μια δουλειά που με γεμίζει και να εκμεταλλευτώ τις όποιες ικανότητες μου στο μάξιμουμ. Έμαθα να κινούμαι, να είναι καλά τα πολλά και διαφορετικά meetings και το community.
Γιατί τα γράφω όλα αυτά πρωί πρωί;
Με το που θα κλείσουν κάποιες δουλείες για καλοκαιρινή ραστώνη, θα πάω διακοπές να ξεκουραστώ και να αφιερώσω χρόνο σε ένα προσωπικό projectάκι. Για την πλάκα μου. Φίλος έθεσε deadline να είμαστε τέλη Σεπτέμβρη στον διαδικτυακό αέρα. Δεν θα πω παραπάνω.
Το 2009 λίγο πριν την δύση του, το 2010 λίγο πριν την αυτή του. Διπλά μου αχνίζει ο πρωινός καφές. Η περασμένη χρονιά ήταν έντονη. Μου χάρισε μια κυριολεκτική έκρηξη σε δημιουργικότητα, αν κρίνω από όσα έχω γράψει, φωτογραφήσει, κάνει φέτος. Πόσοι άνθρωποι έκαναν σύντομη ή μεγαλύτερη στάση στην ζωή μου αυτή την χρονιά. Από κάποιους το μόνο που μου έμεινα είναι διαδικτυακά ίχνη, άντε και κάνα τηλέφωνο και τα χαμόγελα και λόγια ευγένειας σε τυχαίες συναντήσεις. Κάποιοι έγιναν και είναι πολλά παραπάνω. Στάθηκαν άνθρωποι σε στιγμές που δεν το είχα φανταστεί ότι θα συμβούν.
Ακόμα δεν έχω βρει που ανήκω. Όποιος είπε ότι σπίτι σου είναι εκεί που είναι οι άνθρωποι σε αγαπούν και αγαπάς, είπε σοφή κουβέντα. Άσχετα, αν δεν τον θυμάμαι τώρα. Με βάση αυτό, είμαι μοιρασμένοι σε πολλά μέρη.
Picture by icatus
Αθήνα, εδώ ζω τα τελευταία χρόνια. Δεν μετανιώνω που ήρθα. Νευριάζω και αγανακτώ συχνά, γκρινιάζω, αλλά φαντάζομαι ότι αυτό θα συνέβαινε σε κάθε πόλη. Πλέον έχω τα στέκια μου, τα αγαπημένα μου μέρη και είμαι σίγουρη ότι θα ανακαλύψω και άλλα στην πορεία.
Βιέννη, η πόλη που με μεγάλωσε. Σκέφτομαι τους Βιεννέζους που θα χορέψουν βαλς στην πλατεία του Αγ. Στεφάνου, στο Δημαρχείο, το πως θα πλημμυρίσει χαρά στην πόλη και θα λάμπει από τα φώτα της γιορτής. Πρέπει να πάω το 2010. Μου λείπουν τα μουσεία, τα γραφικά καφέ που θυμίζουν μια άλλη εποχή, τα βιβλιοπωλεία, τα πάρκα
και η οικογένεια μου, οι γονείς και και ο αδερφός μου.
Θεσσαλονίκη, το καταφύγιο μου, τώρα και χρόνια. Το μέρος που ξεφεύγω για λίγο από την καθημερινότητα. Το έχει η πόλη. Μη ξεχνάμε το καλύτερο πρωινό, μπουγάτσα. Και εκεί πρέπει να πάω. Έχουμε χαρές εκεί πάνω. Γιγαντιαίες χαρές, μη σας πω.
Κωνσταντινούπολη ή Ιστανμπούλ, η πόλη που ενώνει Ανατολή και Δύση, πολιτισμούς, θρησκείες, λαούς. Ένωσε και την καρδιά μου με το αεράκι πάνω από τον Βόσπορο. Θυμάμαι δροσερά πρωινά και βράδια με τσάι, ηλιοβασιλέματα.
Λονδίνο, η πόλη έκπληξη. Δεν φανταζόμουν ότι θα με μαγέψει τόσο. Είχα και καλή παρέα. Το Λονδίνο ήταν το αναγκαίο διαλειμμά και ανάσα το 2009. Χάρηκα πολύ ότι μια από τις φωτογραφίες μου βρίσκεται σε οδηγό της πόλης, στο Schmap London. Όσο για την παρέα που είχα σε αυτό το ταξίδι, το ξέρει εκείνη και εγώ, Πότε θα της πάω πάλι πράσινα πακετάκια καπνού, πότε; 🙂
Τέλος, ένα μικρό χωριό κάπου στην Ρούμελη, που μου χάρισε τα περισσότερα νεανικά καλοκαίρια μου,τις περισσότερες ποδηλατάδες, τον πρώτο μου έρωτα κάπου στα 15, μια γερή φιλιά που μετράει σχεδόν 20 χρόνια τώρα, τους παππούδες μου που τους λατρεύω, να΄ ναι καλά.
Όλα τα ξενύχτια και ξημερώματα που με βρήκαν στο πληκτρολόγιο του laptop, της Μίνας, είχαν και την γλύκα τους. Οι άνθρωποι που δεν έμειναν νούμερα αλλά παρέα στη πορεία μου είναι σημαντικοί σε κάθε τι που κάνω, μια που γράφω κυριως για ανθρώπινες στιγμές, που κάποιος μου τις χαρίζει.
Κουραστική η πορεία κάποιες φορές αλλά εν τέλει όμορφη διαδρομή και αξίζει τον κόπο.
Στιγμή 2009: Την ώρα το check-in για Λονδίνο, μια ευχή για καλό ταξίδι, που με έκανε να χαμογελάσω, να κοκκινίσω, ξέρετε να νιώθω αυτό το ζεστό αίσθημα στην περιοχή της καρδιάς. Μια στιγμή μικρής ευτυχίας. Έχω και άλλες τέτοιες στιγμές από την ίδια φωνή, κάποιες, κάποιες από άλλες ψυχές. Όχι δεν είναι έρωτας λέμε. Είναι κάτι άλλο, όχι τόσο εφήμερο αλλά το ίδιο αν όχι πιο έντονο. Αγάπη το λένε, νομίζω και είναι όμορφο ταξίδι.
Ένας χρόνος, 365 μέρες, 365 επί 24 ώρες και αυτές επί 60 λεπτά και έπειτα 60 δευτερόλεπτα. Αμέτρητα δάκρυα, αμέτρητες νύχτες για το γαμώτο. Μια ελπίδα και μια ακόμα μεγαλύτερη ευχή για να μη πούμε όνειρο. Μια περηφάνια που ποτέ δεν ξεσπά από πόνο και οργή άλλα επιλέγει την επικίνδυνη σιωπή. Ένας χτύπος καρδίας που ακούγεται ακόμα και στην βοή του δρόμου.
Picture by onkel_wart
Ένα χαρέμι τύπων που θέλουν να δαμάσουν ένα ανήσυχο πνεύμα και αγύριστο κεφάλι, να το φέρουν στα μέτρα τους. Ένας απατεώνας που σχεδόν αγάπησε αυτό το αγύριστο κεφάλι άλλα αδύναμος να μην κάνει αυτό που ξέρει καλά, να είναι απατεώνας.
Ένας πρίγκιπας που δεν κατεβαίνει ποτέ από το ψηλό του άλογο για να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει, να το προστατέψει αδύναμα πλάσματα.
Ένας νεραϊδοπατέρας που ήθελε να προστατέψει μια μικρή νεράιδα από τον πόνο αλλά έρως ανίκητε μάχαν και η νεράιδα άνοιξε φτερά.
Ένας διανοούμενος που μαγεύτηκε από τα μαγικά φτερά που διαλύθηκαν μόλις πήγε να τα αγγίξει. Ένα ξωτικό που γιατρέψε τα πληγωμένα φτερά της νεράιδας.
Ένας απλός θνητός που φοβήθηκε την αστερόσκονη και ένα παιδί που την άγγιξε. Ενώ το ερώτημα είναι τόσο απλό και τόσο δύσκολο ταυτόχρονα.
Παραμύθια που γράφονται για μεγάλα παιδιά, αλλά τα καταλαβαίνουν τα μικρά. Στιγμές με χορούς slow σε χριστουγεννιάτικα γειτονικά παγκάκια με μαέστρο τον παγωμένο αέρα στα δέντρα. Βόλτες στην παραλία με μουσικό χαλί τα κύματα. Κόκκινα τριαντάφυλλα του Αγίου Βαλεντίνου και λευκά της Παναγιάς, παρέα με τα πιο γλυκά ραβασάκια. Στιγμές που ενήλικες γίνονται για λίγο παιδιά και παίζουν με το νάζι όπως θα παίζανε μπουγέλα την τελευταία μέρα του σχολείου.
Τα πιο θλιμμένα πρασινογαλάζια μάτια να χαζεύουν τον ουρανό με τ΄άστρα, τα ηλιοβασιλέματα και εκεί που δακρύζουν να βλέπεις μια σπίθα πάθους για ζωή μέσα τους. Φωτιά που καίει με την δύναμη της καρδίας.
Πρωινό ξύπνημα. Νες μέτριος γάλα παρέα με γρήγορη ενημέρωση με ειδήσεις και blog posts, ματιά στην ατζέντα. Μουσική για να ξεσηκωθούν και τα πνεύματα. Βουρτσιμά δοντιών, ντύσιμο και φύγαμε. Στην πλάτη, η τσάντα με το λατρεμένο mac book, την Μίνα. Σταθμός ηλεκτρικού προς κατεύθυνση Κηφισιά. Βγάζω βιβλίο για διάβασμα. Από τα παράθυρα καθώς το τραίνο προχωρά στην διαδρομή του ακτίνες απαλού φωτός μου χαρίζουν ένα τρυφερό χάδι. Τελικός προορισμός Κηφισιά. Φτάνουμε. Για πρωινό ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης.
Στο γραφείο ο δεύτερος καφές, espresso latte διπλός. Μοιάζει με εκείνα τα πρωινά όταν έτρεχα ακόμα από αμφιθέατρο σε αμφιθέατρο, από όροφο σε όροφο, από βιβλιοθήκη σε βιβλιοθήκη. Είναι Νοέμβρης μήνας και ο καιρός είναι φιλικός προς την κατά καιρούς αφιλόξενη Αθήνα. Την γλυκαίνει με ζεστές θερμοκρασίες και λιακάδες.
Τελευταία ασκούμαι σε νέους τρόπους αποβολής έντασης. Ασκούμαι είπα, δεν είπα ότι τα καταφέρνω πάντα. Δύσκολοέτσι και αλλιώς για τον έντονο ατίθασο χαρακτήρα μου. Μεγαλώνω. Παίδες, το δηλώνω. Μεγαλώνω και κάτι μικρά πράγματα, όπως το χάζεμα μιας βιτρίνας καθώς ανεβαίνω την Κηφισίας προς το γραφείο, ξαφνικά φαίνονται μεγάλα.
Ξυπνάς μια μέρα, μπορεί και να πας και για ύπνο ή απλά να χαζεύεις το ηλιοβασίλεμα ή την αυγή με ένα καφέ στο χέρι για να πας στα καπάκια για δουλεία. Είναι μια στιγμή που συνειδητοποιείς ότι είσαι όσο είσαι και ότι δεν σε ενδιαφέρουν τα καθώς πρέπει στερεότυπα μιας δήθεν κοινωνίας. Ο μόνος τρόπος για να είσαι ευτυχισμένος είναι να μην σταματήσεις να είσαι ο εαυτός σου. Να κάνεις αυτό που νιώθεις χωρίς να πληγώσεις άλλους ανθρώπους ( λίγο δύσκολο ομολογώ γιατί κάποιες ανθρώπινες επαφές δεν είναι και τόσο βαθιές αλλά λέμε τώρα το τι είναι το ιδανικό).
Pitcure by giotse
Αυτό μου ξεστόμισε, ή μάλλον το βάρεσε σε κάποιο πληκτρολόγιο ένας 30-something. Το ταπεινό μου σχόλιο ήταν ότι η ζωή είναι πολύ μικρή για να μην την απολαμβάνουμε με κάτι λεπτομέρειες όπως ένα ηλιοβασίλεμα ή μια αυγή και ας είναι Κυριακή βραδύ και αύριο ξημερώνει μια εργάσιμη Δευτέρα. Γιατί; That is what life is worth living for. You appreciate those little things more when you grow older or just do not have the luxury to enjoy them as much as you would like to.
Υ.Γ. H πρό (σ) κληση για εκείνη την βόλτα ανοιχτή. Για να δέχεσαι τέτοιες προτάσεις δεν αρκεί να είσαι 30-something αλλά ίσως να κουβαλάς την αθωότητα ενός teenager και την τρέλα ενος 20- something. Στο κάτω κάτω, τι είναι ένα τσιγγάρο δρόμος;