Περασμένα μεσάνυχτα. Εκεί που είσαι δεν είναι ακόμα. Με ένα χέρι προσπαθώ να σου πληκτρολογήσω πέντε αράδες. Δεν τα καταφέρνω και χρησιμοποιώ και το άλλο. Το έχω δεμένο τώρα τα βράδια. Μόνο τότε για να μην καταλάβει κανείς κάτι την ημέρα. Πονάω. Δεν ξέρω τι πονάει περισσότερο, το χέρι ή η καρδιά μου για σένα. Ίσως το δεύτερο. Αλλά τι σημασία έχει αφού δεν νιώθεις ούτε να με ρωτήσεις τι κάνω, ούτε να με αναζητήσεις.
Ο ύπνος με επισκέπτεται πριν χαράξει. Με βρίσκει κλαίγωντας και με λυπάται τόσο ώστε να απλώσει το χέρι του και να μου κλείσει τα κόκκινα από το κλάμα μάτια, στεγνώνει τα δάκρυα και με σκεπάζει. Μου στέλνει έναν καλό άγγελο να με προσέχει όσο κοιμάμαι και λίγο παραπάνω.
Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω, ματάρες μου. Δεν υπάρχουν απλά τους νιώθουμε κοντά μας γιατί η παρουσία τους και μόνο απαλύνει την ψυχή.
Έναν άγγελο σου στέλνω και εγώ με την δύναμη της καρδιάς. Δεν έχω κάτι παραπάνω να δώσω. Ξέρω πως σε τρομάζει. Μην φοβάσαι, μάτια μου. Άνοιξε την καρδία σου μοναχά.
…έμεινα εδώ να μην σου λείψει τίποτα, έμεινα εδώ να μην φοβηθείς