Ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης

Lucky Love

Ένα αργοφθινοπωρινό βράδυ στην Αθήνα. Το τέλος μιας γλυκιάς Κυριακής. Της πρώτης του Δεκεμβρίου. Εκείνη ενώνει από μεράκι τους ανθρώπους ποικίλων καταβολών για να συζητήσουν. Εκείνος την παρακολουθεί και περιμένει πότε να τις κλέψει δυο λεπτά αποκλειστικότητας. Σιωπηλός παρατηρητής κινήσεων και σκέψεων που μοιάζουν με κρύσταλλο στην θολούρα της καθημερινότητας, φαίνονται όνειρο για όσους έχουν πάψει να ονειρεύονται με την καρδιά. Mια που μιλάμε για καρδιές, να πούμε πως εκείνη παρόμοιο θαυμασμό είχε για εκείνον, μόνο που εκείνος δεν αντιλήφθηκε το βάθος του που εκείνη φοβήθηκε πολύ υποσυνείδητα αρχικά και συνειδητά στην πορεία. Εκείνη την Κυριακή λοιπόν βρίσκουν καταφύγιο σε ένα μικροσκοπικό μπαράκι για ένα ποτό. Τον κοιτάζουν με εμμονή δυο μάτια με παιδική αθωότητα και φλόγα, όπως αυτές για τις οποίες οι πένες συγγραφέων, οι νότες μουσικών και τα χρώματα των ζωγράφων, διηγούνται ιστορίες. Κάπως έτσι γράφουν και οι δυο ψυχές που αναφέρουμε εδώ, την δική τους ιστορία αγάπης.

Mind games

Παρασκευή, κίνηση, χαμός, ο ηλεκτρικός σαν να πάει όλο και πιο αργά και ας φτάνουν τα λεγόμενα “έργα” προς μια ολοκλήρωση, όποια και να είναι αυτή. Σε ένα γραφείο κάπου στα βόρεια. Εκείνη είναι στην πόρτα να φύγει. Κρατά το χέρι του για ώρα, σαν να μην θέλει ή να μην θέλει εκείνος να φύγει, σαν να μην αφήνει ο ένας τον άλλον να φύγει. Ωστόσο εκείνη, φεύγει τελικά, όμως κοιτάει προς τα πίσω και άθελα τους τον κοιτά καρφί στα μάτια. Dejavu, αστραπή. Τι έγινε; Γιατί κοίταξε προς τα πίσω και εκείνος γιατί δεν έκλεισε απλά την πόρτα. Παιχνίδια του μυαλού το ξεχνά.

Το βράδυ σπίτι ανατρέχει κάποιες παλιές σημειώσεις και βρίσκει ένα ηλεκτρονικό ραβασάκι που έστειλε πριν μέρες.

«Ακόμα και αν σου φαίνεται τρελό: Σε σκέφτομαι με έναν περίεργο τρόπο, που δεν μπορώ να εξήγηση τον τελευταίο καιρό. Σου έγραψα κείμενα σε κάθε μορφή που μας επιτρέπει η digital εποχή μας, αναρωτιέμαι γιατί. Σου έστειλα τριαντάφυλλα, όντας αγαθά αθώα και έχοντας μια επιθυμία. Αν και παραμένεις μυστήριο για μένα, απολαμβάνω να τα λέμε. Ο τρόπος που εκφράζεσαι με κάνει να χαμογελάω και να σκέφτομαι. Μπορεί να μην ξαναβρώ το κουράγιο να εκφράσω όλα αυτά ξανά, αλλά ήθελα να σου πω πως μου αρέσεις και πως θέλω να είσαι καλά.»

Παιχνίδια του μυαλού;

Παρακολουθώντας ένα φίλο με :)

Παρακολουθώντας ένα φίλο με μεγάλη προσοχή.
Φθινόπωρο. Ακόμα και στην Αθήνα της αιώνιας λιακάδας κάνει κρύο. Απλά δεν μπορείς να διακρίνεις αυτές τις μέρες αν είναι θέμα καιρού ή ανθρώπων. Απόγευμα. Ζεστή σοκολάτα σε χάρτινο, όπως τότε φοιτήτρια. Αθλητικά, τζιν, άβαφτη. Έτσι την γνώρισες τότε εκείνο το καλοκαίρι. Σου στέλνει ένα μήνυμα για “Καλημέρα”, της απαντάς “Πρωινή, πρωινή” και χαμογελάς. Τέτοια κάνει και λες μέσα σου “Να’ναι καλά η ψυχή. Της αξίζει.”

Πάλι δεν θα την πάρεις τηλέφωνο. Μην ανησυχήσει γιατί έχει και καρδιά.

Σημείωση προς τον παραλήπτη. Ναι, σε σένα μιλάμε τώρα: Φίλε, μπορείς σε παρακαλώ να της πεις πως έχεις δαγκώσει λαμαρίνα μαζί της. Όχι, δεν ακουώ τίποτα. Βρε αγόρι μου, αν δεν το έχεις καταλάβει, δεν πειράζει, το καταλάβαμε όλοι γύρω σας και αντί για κρυφό καμάρι ίσως καιρός να βγείτε καμάρι σκέτο. Λέω τώρα. Άντε γιατί καιρός κρύο, καιρός για δυο. 🙂

Ραβασάκια με αφιερώσεις

Καλοκαίρι, καλοκαιράκι με τους έρωτες τις διπλανής ψάθας και του τραπεζίου απέναντι να έρχονται απαλά σαν το αεράκι το βράδυ με ηλιοβασίλεμα. Πάνε χρόνια πολλά. Έφηβοι τότε και οι δύο. Εκείνος δούλευε σερβιτόρος σε μπαράκι και εκείνη περνούσε της μέρες της σε ένα ποδήλατο και βόλτες με τα κορίτσια.

Τον είχε ερωτευτεί όταν τον πρωτοείδε και πάντα ήθελε την προσοχή του, είτε στους αγώνες σκάκι που οργάνωνε η παρέα τα απογεύματα, είτε με τις αντοχές της στο ποδήλατο, είτε με τα νάζια που του έκανε.

Όταν εκείνος γυρνούσε τα χαράματα από την δουλειά, έβρισκε στο μαξιλάρι του πριν ξαπλώσει, τα ραβασάκια της, με αφιερώσεις τραγουδιών. Της άφηνε και εκείνος στο ίδιο σημείο τα δικά του. Εκείνη έμπαινε στα κρυφά τα απογεύματα στο δωμάτιο του από την βεράντα με την βοήθεια της φίλης της, και αδερφής. Όμορφο θέαμα να τους έβλεπες πόσο προστάτευαν το μικρό γλυκό τους μυστικό. Τόσο πολύτιμο τους ήταν.

Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνη ήταν μόλις δεκαπέντε, πήρε και το πρώτο μακρύ της φόρεμα, σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο, με σκίσιμο στο πλάι και δέσιμο στο λαιμό και το φορούσε μόνο για εκείνον. Έτσι του είχε υποσχεθεί και εκείνος φρόντιζε να την κάνει να χαμογελάει.

Σαν σήμερα λοιπόν φόρεσε εκείνο το φόρεμα. Πήγε να πάρει την φίλη της για την καθιερωμένη απογευματινή βόλτα. Εκείνος την έβλεπε να πλησιάζει από το δωμάτιο του. Την χάζευε. Όταν έφτασε βγήκε έξω για να την χαιρετίσει. Μητέρα και αδερφή έκαναν πως δεν άκουγαν από το σαλόνι.

Το κορίτσι ανεβαίνει τις σκάλες του σπιτιού. Στέκεται στην πόρτα του αγοριού μπροστά. Εκείνος την αγκαλιάζει στην μέση και το πρώτο τους φιλί έγραψε ιστορία, όπως και το τελευταίο τους που μόνο το φεγγάρι και τ’ άστρα είχε μάρτυρες.

Κάτι γίνεται εδώ

«Εσύ δεν φεύγεις από Ελλάδα. Δεν αντέχεις. Αγαπάς τον τόπο αυτό τόσο πολύ που δεν μπορείς να μείνεις μακριά του,» μου είπε φίλος από τα παλιά και όσο και να ήθελα να του πω πως πρέπει να τον αποχαιρετίσω, ξέραμε ήδη και οι δύο πως τον εαυτό μου πάω να κοροϊδέψω.

Συνεχίζουν οι φίλοι στην παρέα:
«Όπως οι παππούδες σου, ή ακόμα και οι γονείς σου, δεν καταλαβαίνουν τι δουλειά ακριβώς κάνεις αλλά στο περίπου και πως δουλεύεις πολύ, και συνέχεια ρωτάνε για να καταλάβουν και γκρινιάζουν και λιγάκι από αγάπη. Κάπως έτσι και εσύ όλο λες πως θα φύγεις, αλλά δεν εννοείς να φύγεις για λίγο και να γυρίσεις με πιο γερές δυνάμεις. Κάπως έτσι εσύ στην Ελλάδα δείχνεις αντοχή, υπομονή και επιμονή, όπως μια μαμά σε ένα μικρό παιδί, σαν μια δασκάλα με όλα τα μαθητούδια της.»

20110709_011.jpg
By kouk on flickr

Είναι Παρασκευή βράδυ. Έχουμε κάτσει σε ένα ταβερνάκι σε μια γειτονιά της Αθήνας που έχει κρατήσει το άρωμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Είμαστε μια παρέα διαφορετικών ηλικιών. Συναντηθήκαμε σε ένα σταυροδρόμι κάπου μέσα στην κρίση και ενώσαμε δυνάμεις για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον. Είναι από τις στιγμές που γέλια επικρατούν και όχι στενοχώρια. Αισιοδοξία και ελπίδα, τα αισθήματα που κυριαρχούν, και όχι μόνο σαν επιγραφές στα βραχιόλια μας, ούτε μόνο σαν λέξεις στις συζητήσεις μας.

Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι πριν δυο χρόνια. Θυμάσαι, κανονίσαμε να βρεθούμε μετά από καιρό. Φορούσα το νέο μου φόρεμα και με χάζευες.  Με αποχαιρέτισες με ένα φιλί. Όπως τότε, και σήμερα αγόρασα ένα νέο φόρεμα. Έχει την ίδια ζέστη όπως τότε. Καυτός αέρος αργοπερνά στους δρόμους. Γεμάτες όνειρα οι ματιές. Κάτι γίνεται εδώ. Ήθελα να στο πω, έριξα μια ματιά στα αστέρια όσο περπατούσα από την στάση στην πλατεία προς το σπίτι μου και έκανα μια ευχή για να γίνει αυτό το καλοκαίρι μια νέα αρχή για την Ελλάδα που ονειρευόμαστε.

Σχετικά: Tweet

Παραμυθιάζοντας…

Ήμασταν λίγο πριν το τέλος. Ή μάλλον είχαμε φτάσει στο τέλος. Είχα αποχωρίσει από την διαφήμιση, ή μάλλον είχα ξεκινήσει να αποχωρώ. Όλα μια διαδρομή είναι. Ένα ταξίδι με αβέβαιο προορισμό και αβέβαιη πορεία και αβέβαιο τέλος.

Οι μέρες περνούν. Συχνά διαβάζονται και γράφοντας αμέτρητα email και γεμάτες συναντήσεις ενίοτε και ανούσιες. Κάποιες φορές αντί για άδοξο περίμενε σε ένα email ακολουθεί αναπάντεχο τηλεφώνημα και πάμε ένα βήμα πιο πέρα.

Βήμα βήμα. Υπομονή και επιμονή. Μόνο που κάποιες φορές είναι βασανιστικά αργά και μικρά τα βήματα.

Σε συναντώ κατά τύχη στο αεροδρόμιο. Σου χαμογελώ αμήχανα. Θυμάμαι πόσο λάτρευα τον ήχο της φωνής σου και πως μπορούσες να με κάνεις να χαμογελάσω, να μη φοβάμαι τίποτα. Είσαι ακόμα πιο αμήχανος.

«Πες το, βρε διάολε, πες το. Πες πως
Πες το.» σκέφτομαι.
Με κοιτάς στα μάτια όπως τότε, σφίγγεις το χέρι μου και τα χείλι σου.

Airport stories

Αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος. Κάθομαι σε κάποιο καφέ για να γράψω κάποιες σκέψεις μου και εκεί που χαζεύω διαδικτυακή πληροφορία, στο διπλανό τραπέζι κάθονται δυο παλικάρια.

Image By December-Skies/Soma on Flickr

Ο ένας, πιο χαμηλών τόνων μιλά για μια κοπέλα με την οποία βγαίνει. Την περιγράφει ως κινηματογραφική. Είναι στο δεύτερο ραντεβού. Το κορίτσι «έχει μυαλό που στροφάρει», κάνει μαθήματα ελληνικών σε μετανάστες δωρεάν και έχει άποψη. Αρχικά ο τύπος ένιωσε ερωτευμένος με τα ταμπούνια αλλά τώρα είναι ανασφαλής επειδή το κορίτσι είναι μαζεμένο. Περιμένει το τρίτο τους ραντεβού για να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Ο φίλος του είναι πιο χύμα, αλλά τον πειράζει που ο «τσιμπημένος μας» αναφέρεται σε χαρακτήρα και πνευματικά χαρίσματα αντί για εμφάνιση.

Σημείωση: Αγόρια, αποφασίστε τι θέλετε. Αλήθεια, αν σας εκδηλωνόμαστε μαζεύεστε και τρέχετε. Όταν είμαστε πιο μαζεμένες, σας τρώει και πάλι η ανασφάλεια. Κοπελιές, το ίδιο ισχύει και για εσάς.

Όπως και να έχει, μου αρέσει να ακούω τέτοιες ιστορίες. Πατάω το κουμπάκι του «Publish» με το που σηκώνονται. Ο «τσιμπημένος μας» θέλει να κοιτάξει να πάρει κάτι συμβολικό στο κορίτσι για το νέο έτος. Love is in the air.

Λουκούμι, λουκουμάκι μου…

Το λουκουμάκι, προσφέρθηκε λαχταριστό, βουτηγμένο σε ζαχαρί άχνη σε φίλο. Έλα μου ντε όμως, που ο φίλτατος δεν γύρευε να γλυκαθεί αμαρτωλά και να προδώσει έτσι τα συναισθήματα της αιθέριας ύπαρξης που τον πλαισιώνει.

Παραπέμπω στον αξιοσέβαστο SykoFantiS_Bastoyni

Ξέρω. Όλοι οι άντρες είμαστε γουρούνια! Για να ρίξουμε ένα πιπίνι στο κρεβάτι, μπορούμε να τις πούμε τα πάντα τα μεγαλύτερα ψέματα και τις πιο απίστευτες κολακείες . Αν όμως κάποιος σου πει πως είσαι φτιαγμένη από αστερόσκονη να ξέρεις πως κυριολεκτεί. Μπορεί να θέλει να σε ρίξει στο κρεβάτι, μπορεί να θέλει να σε ρίξει στο βούρκο της αμαρτίας αλλά κυριολεκτεί.

Ο φίλος που αναφέρω από τους μισούς της παρέα αποκαλείται με την γνωστή νεοελληνική λέξη από «Μ», από τους άλλους μισούς εισπράττει θαυμασμό όχι για την αντίσταση του στο λουκουμάκι αλλά για την συντροφικότητα και την αγάπη προς την λεγόμενη αιθέρια ύπαρξη.

Εύγε τέκνων μου. Ας ακολουθήσουν και άλλοι το λαμπρό σου παράδειγμα. Δηλώνω βαθύτατα συγκινημένη πως αγαπάς και σέβεσαι τόσο τον άνθρωπο δίπλα σου αλλά και τον εαυτό σου, που ακόμα και το λαχταριστό λουκουμάκι δεν μπόρεσε να σε αναστατώσει ούτε για μια στιγμή.

Διότι, οι άνθρωποι που μας προσφέρουν την αγάπη τους είναι φτιαγμένοι από την κατάλληλη αστεροσκόποι από το κατάλληλο άστρο για να μας γεμίζουν φως που τόσο μας λείπει τις κρύες μέρες του χειμώνα αλλά ειδικά στις φυλακές που χτίζουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Τα σέβη μου.

…και έμεινα εδώ

Περασμένα μεσάνυχτα. Εκεί που είσαι δεν είναι ακόμα. Με ένα χέρι προσπαθώ να σου πληκτρολογήσω πέντε αράδες. Δεν τα καταφέρνω και χρησιμοποιώ και το άλλο. Το έχω δεμένο τώρα τα βράδια. Μόνο τότε για να μην καταλάβει κανείς κάτι την ημέρα. Πονάω. Δεν ξέρω τι πονάει περισσότερο, το χέρι ή η καρδιά μου για σένα. Ίσως το δεύτερο. Αλλά τι σημασία έχει αφού δεν νιώθεις ούτε να με ρωτήσεις τι κάνω, ούτε να με αναζητήσεις.

Ο ύπνος με επισκέπτεται πριν χαράξει. Με βρίσκει κλαίγωντας και με λυπάται τόσο ώστε να απλώσει το χέρι του και να μου κλείσει τα κόκκινα από το κλάμα μάτια, στεγνώνει τα δάκρυα και με σκεπάζει. Μου στέλνει έναν καλό άγγελο να με προσέχει όσο κοιμάμαι και λίγο παραπάνω.

Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω, ματάρες μου. Δεν υπάρχουν απλά τους νιώθουμε κοντά μας γιατί η παρουσία τους και μόνο απαλύνει την ψυχή.

Έναν άγγελο σου στέλνω και εγώ με την δύναμη της καρδιάς. Δεν έχω κάτι παραπάνω να δώσω. Ξέρω πως σε τρομάζει. Μην φοβάσαι, μάτια μου. Άνοιξε την καρδία σου μοναχά.

…έμεινα εδώ να μην σου λείψει τίποτα, έμεινα εδώ να μην φοβηθείς

Marriage material

~ Όταν με ρώτησες πότε ερωτεύτηκα την τελευταία φορά, το σκεφτόμουν ώρες.

– Γιατί;

~ Δεν εννοείς αυτό. Εννοείς την στιγμή που έρωτας και αγάπη γίνονται ένα και σου αλλάζουν τα πάντα.

– Μου την δίνει απίστευτα που μπορείς και εκφράζεσαι πολύ πιο συγκεκριμένα και καλύτερα. Ειλικρινά με τρελαίνει;

Δυο πρόσωπα και τέσσερα μάτια λάμπουν μέσα στην νύχτα.

~ Απλά έκατσα να σκεφτώ τι εννοείς. Όταν είμαστε πιο μικροί μπερδεύουμε την ερωτική έλξη με τον έρωτα. Μεγαλώνοντας θέλουμε κάτι που δεν μας δίνει ο έρωτας αλλά η αγάπη. Συντροφικότητα. Εξού και δεν μας αρκεί να περνάμε απλά καλά αλλά θέλουμε να είμαστε καλά με κάποιον.

Στον κόσμο αυτόν δεν ονομάζεις όσα νιώθεις αλλά τα ζεις χωρίς χρονόμετρο.