Θέμα μυαλού…και καρδιάς.

Παρασκευή βράδυ. Οι μέρες κυλούν με email, τηλέφωνα, ξανά συναντήσεις. Ο κάθε πικραμένος να κάνει ηθικά επιλήψιμες πράξεις και νομίζει πως ο κόσμος γύρω του τρώει χόρτο. Α, ρε ελληνάρα, ακόμα δεν έπεσες αρκετά χαμηλά για να σηκωθείς. Εκεί επιμένεις στο πισώπλατα, στο πως να την φέρεις στον άλλον για να αναδειχθείς αντί να φροντίσεις να κάνεις καλά την δουλειά σου, το μέτρο σου η επιτυχία των άλλων όχι η δική σου ευθύνη προς το σύνολο. Ξέχασες αξίες για το άρπα κόλλα, το τα-πάντα-όλα, το τσαμπέ και καβαλοκαλαμέ.

Κυριακή απόγευμα. Στην πόλη βρέχει. Έπιασε χειμώνας πια ακόμα και στην νότια Ελλαδίτσα. Οι δρόμοι άδειοι. Στις καφετέριες του Κολωνακίου ο κόσμος μειωμένος από το σύνηθες. Κάπου εκεί ο έχοντας προσφέρει στον μη έχοντα και του λέει «Άσε, φιλαράκι, να΄μαστε καλά και να μη ξεχνάμε τον άνθρωπο δίπλα μας, την ανάγκη του να είναι άνθρωπος και αυτός.» Κάπου εκεί, κοντά στο Χίλτον, εκεί που οι λιμουζίνες και τα χλιδάτα αμάξια έχουν βρει ένα φυσικό περιβάλλον τους, το ίδιο σκηνικό «Άσε, κοριτσάκι, ένα τσάι ήταν, ζεστό νερό με λίγο γεύση αν το καλοσκεφτείς. Νεράκι του Θεού.»

Μια ματιά προς τον Λυκαβηττό, θυμάμαι εκείνο το παιδί που με αγωνία μια άνοιξη μου προσέφερε μια καρδία από λευκόχρυσο, και άλλη μια ανεκτίμητης αξίας, την δική του. Πως περνά ο καιρός. Μεγαλώνουμε. Οι τυχεροί από εμάς είναι τόσο πλούσιοι σε αναμνήσεις και βιώματα που δεν σταματούν να είναι άνθρωποι, σε μια πραγματικότητα που θέλει να μοιάζει απάνθρωπη. Όπως το δει κανείς, στο τέλος είναι όλα θέμα μυαλού…και καρδιάς.

Μαγνήτης στο ψυγείο

Κυριακή μεσημεροαπόγευμα. Σκάει ο τσίτιγκάς. Ο ανεμιστήρας αργοφυσά. Στην κουζίνα χτυπιέται το κατεξοχήν ρόφημα του καλοκαιριού -Φραπέ. Από τα ηχεία ακούγεται απαλά το αισιόδοξο σουξεδάκι του φετινού καλοκαιριού «Φίλα με ακόμα».

Behind the doors 1

«Ένα κορίτσι χορεύει
.μια ψυχή και άλλη μια, μόνο μάτια και λέξη καμία…»

Και έτσι όπως πάω στο ψυγείο αντικρίζω ένα μαγνητάκι από το λατρεμένο νησί.
«Σαντορίνη, θα σε επισκεφτώ φέτος αργότερα, μη μου κρατάς κακία», σκέφτομαι και θυμάμαι το ηλιοβασίλεμα από το αγαπημένο στέκι και πόσο όμορφα σταματά ο χρόνος εκεί. Πες πως είναι μαγεία.

Πάω στο δωμάτιο μου και η ματιά μου πέφτει στο sac voyage που δεν το μαζεύεται από μόνο του αλλά περιμένει να γεμίσει εκ νέου για τα ταξίδια που πλησιάζουν και αυτή την φορά έρχεται το ένα μετά το άλλο με ελάχιστες μέρες απόσταση. Κάπου πέρσι ούτε που φανταζόμουν πως θα συμβεί αυτό ποτέ. Εδώ έγινα και θεία και δεν το κατάλαβα. Κάπως έτσι κυλά η ζωή και εκεί που δεν το περιμένεις σου συμβαίνουν πράγματα που σου φαινόταν τρελά.

Ενώ φορτώνω φωτογραφίες στον υπολογιστή και τακτοποιώ τα τρέχοντα της εβδομάδας που μας έρχεται, σιγοτραγουδώ.

«
Φίλα με ακόμα, φίλα με ακόμα
»

Ραβασάκια με αφιερώσεις

Καλοκαίρι, καλοκαιράκι με τους έρωτες τις διπλανής ψάθας και του τραπεζίου απέναντι να έρχονται απαλά σαν το αεράκι το βράδυ με ηλιοβασίλεμα. Πάνε χρόνια πολλά. Έφηβοι τότε και οι δύο. Εκείνος δούλευε σερβιτόρος σε μπαράκι και εκείνη περνούσε της μέρες της σε ένα ποδήλατο και βόλτες με τα κορίτσια.

Τον είχε ερωτευτεί όταν τον πρωτοείδε και πάντα ήθελε την προσοχή του, είτε στους αγώνες σκάκι που οργάνωνε η παρέα τα απογεύματα, είτε με τις αντοχές της στο ποδήλατο, είτε με τα νάζια που του έκανε.

Όταν εκείνος γυρνούσε τα χαράματα από την δουλειά, έβρισκε στο μαξιλάρι του πριν ξαπλώσει, τα ραβασάκια της, με αφιερώσεις τραγουδιών. Της άφηνε και εκείνος στο ίδιο σημείο τα δικά του. Εκείνη έμπαινε στα κρυφά τα απογεύματα στο δωμάτιο του από την βεράντα με την βοήθεια της φίλης της, και αδερφής. Όμορφο θέαμα να τους έβλεπες πόσο προστάτευαν το μικρό γλυκό τους μυστικό. Τόσο πολύτιμο τους ήταν.

Εκείνο το καλοκαίρι, εκείνη ήταν μόλις δεκαπέντε, πήρε και το πρώτο μακρύ της φόρεμα, σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο, με σκίσιμο στο πλάι και δέσιμο στο λαιμό και το φορούσε μόνο για εκείνον. Έτσι του είχε υποσχεθεί και εκείνος φρόντιζε να την κάνει να χαμογελάει.

Σαν σήμερα λοιπόν φόρεσε εκείνο το φόρεμα. Πήγε να πάρει την φίλη της για την καθιερωμένη απογευματινή βόλτα. Εκείνος την έβλεπε να πλησιάζει από το δωμάτιο του. Την χάζευε. Όταν έφτασε βγήκε έξω για να την χαιρετίσει. Μητέρα και αδερφή έκαναν πως δεν άκουγαν από το σαλόνι.

Το κορίτσι ανεβαίνει τις σκάλες του σπιτιού. Στέκεται στην πόρτα του αγοριού μπροστά. Εκείνος την αγκαλιάζει στην μέση και το πρώτο τους φιλί έγραψε ιστορία, όπως και το τελευταίο τους που μόνο το φεγγάρι και τ’ άστρα είχε μάρτυρες.

Κάτι γίνεται εδώ

«Εσύ δεν φεύγεις από Ελλάδα. Δεν αντέχεις. Αγαπάς τον τόπο αυτό τόσο πολύ που δεν μπορείς να μείνεις μακριά του,» μου είπε φίλος από τα παλιά και όσο και να ήθελα να του πω πως πρέπει να τον αποχαιρετίσω, ξέραμε ήδη και οι δύο πως τον εαυτό μου πάω να κοροϊδέψω.

Συνεχίζουν οι φίλοι στην παρέα:
«Όπως οι παππούδες σου, ή ακόμα και οι γονείς σου, δεν καταλαβαίνουν τι δουλειά ακριβώς κάνεις αλλά στο περίπου και πως δουλεύεις πολύ, και συνέχεια ρωτάνε για να καταλάβουν και γκρινιάζουν και λιγάκι από αγάπη. Κάπως έτσι και εσύ όλο λες πως θα φύγεις, αλλά δεν εννοείς να φύγεις για λίγο και να γυρίσεις με πιο γερές δυνάμεις. Κάπως έτσι εσύ στην Ελλάδα δείχνεις αντοχή, υπομονή και επιμονή, όπως μια μαμά σε ένα μικρό παιδί, σαν μια δασκάλα με όλα τα μαθητούδια της.»

20110709_011.jpg
By kouk on flickr

Είναι Παρασκευή βράδυ. Έχουμε κάτσει σε ένα ταβερνάκι σε μια γειτονιά της Αθήνας που έχει κρατήσει το άρωμα του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Είμαστε μια παρέα διαφορετικών ηλικιών. Συναντηθήκαμε σε ένα σταυροδρόμι κάπου μέσα στην κρίση και ενώσαμε δυνάμεις για ένα καλύτερο παρόν και μέλλον. Είναι από τις στιγμές που γέλια επικρατούν και όχι στενοχώρια. Αισιοδοξία και ελπίδα, τα αισθήματα που κυριαρχούν, και όχι μόνο σαν επιγραφές στα βραχιόλια μας, ούτε μόνο σαν λέξεις στις συζητήσεις μας.

Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι πριν δυο χρόνια. Θυμάσαι, κανονίσαμε να βρεθούμε μετά από καιρό. Φορούσα το νέο μου φόρεμα και με χάζευες.  Με αποχαιρέτισες με ένα φιλί. Όπως τότε, και σήμερα αγόρασα ένα νέο φόρεμα. Έχει την ίδια ζέστη όπως τότε. Καυτός αέρος αργοπερνά στους δρόμους. Γεμάτες όνειρα οι ματιές. Κάτι γίνεται εδώ. Ήθελα να στο πω, έριξα μια ματιά στα αστέρια όσο περπατούσα από την στάση στην πλατεία προς το σπίτι μου και έκανα μια ευχή για να γίνει αυτό το καλοκαίρι μια νέα αρχή για την Ελλάδα που ονειρευόμαστε.

Σχετικά: Tweet

Πόλη με άρωμα καφέ

It’s not that I was scared to go (to the City), but I was terrified of the moment that I would have to go again

Το είδα σήμερα τυχαία και θυμήθηκα πως κάποιος με ρώτησε χθες βράδυ πως νιώθω πίσω σπίτι, εννοώντας την πόλη που μεγάλωσα, την Βιέννη. Η πόλη αυτές τις μέρες αρχές Ιουλίου είναι συννεφιασμένη, με κρύο αεράκι και ψυχάλες βροχής. Βρίσκεις καταφύγιο στα γραφικά καφέ της με μια Melange ή έναν cafe latte.

Vienna. Graben. Viena
By J. A. Alcaide

Τα ταξίδια έχουν πολλές πλευρές. Δεν θέλω να της ονομάσω καλές ή κακές. Ξέρω πως κάθε φορά όταν επιστρέφω στο διαμέρισμα μου στην Αθήνα, κάπου στα δυτικά προάστια, νιώθω ζεστασιά. Κάπου τότε καταλαβαίνω πως μεγαλώνω σιωπηλά, πως η ταξιδιάρικη φύση μου αναζητά λιμάνι ακόμα και αν δεν αράζει για πολύ καιρό εκεί. Το έχουν οι κοσμοπολίτικες ψυχές πως όσο ταξιδιάρες και να είναι, στα λιμάνια και τους σταθμούς τους, είτε είναι μέρη είτε είναι άνθρωποι, έχουν μια αδυναμία.

Έτσι άραξα Βιέννη, για λίγο
έτσι για να μπουν κάποια πράγματα στου τρένου τις γραμμές και η αρχοντική ατμόσφαιρα της πόλης, να είναι βάλσαμο γλυκό και δίνει δύναμη για την Αθήνα.

 

* Η φράση στην αρχή του κειμένου είναι από την ταινία Πολίτικη Κουζίνα.

Στα χαλαρά

Η απόλαυση της στιγμής. Ένα από τα πιο όμορφα πράγματα που αφήσαμε κάπου στην εφηβεία και τα χρόνια αθωότητας (λέμε τώρα αθωότητας, μην πάρετε και κατά γράμμα).

 

Athens sunset

 

Ξέρετε την εποχή που πιο ουσιαστικός διάλογος γίνεται στην σιωπή με ματιές. Τότε που λόγω στενότητας χαρτζιλικίου την αράζαμε σπίτι, στη βεράντα, σε κάποιο παγκάκι ή αν είμαστε τυχεροί είχε βόλτα με το παπάκι ή με το αμάξι. Την εποχή που ξεκλέβαμε λίγο χρόνο μετά το φροντιστήριο αγγλικών, το ιδιαίτερο, την προπόνηση, την δουλειά για να βρεθούμε στην γνωστή γωνία, στην πλατεία. Τότε που στέλναμε μηνυματάκια που έλεγαν τα πάντα και τίποτα ταυτόχρονα.

 

Επιστρέφουμε στην εποχή του σήμερα και με το ίδιο σκεπτικό σε χαζεύω, σε κοιτάω στα μάτια, χαμογελάω στην σκέψη σου. Τα πράγματα είναι πολύ πιο απλά όταν αφήνουμε στην άκρη τα δήθεν δεδομένα και απολαμβάνουμε την στιγμή όπως είναι. Τόσο απλά.

 

Image by d3l

Hanging by the moment

Σαν σήμερα πριν δέκα χρόνια αποχαιρέτησα την παρέα μου από το σχολείο.

Σαν σήμερα πριν δέκα χρόνια τα μάζεψα και την κοπάνησα, όπως μου είπαν.

Το πήρα απόφαση, πήρα την ευθύνη και άκουσα την καρδιά μου που έχει ερωτευτεί παράφορα.

Όχι το αγόρι της διπλανής πόρτας, ούτε τον συμφοιτητή δυο έτη μεγαλύτερο, ούτε καθηγητή, ούτε το παλικάρι που μου έκλεισε στα πεταχτά το μάτι στην παραλία

…τα όνειρα, την ζωή την ίδια.

Είπα πως θα βρω μια χρυσή τομή ώστε να μην εγκαταλείψω την ζωή που έχω ονειρευτεί.

Την βρήκα και αν θέλεις και θέλω γίνεσαι κομμάτι της. 🙂

Εισιτήριο στην τσέπη

Δεν θυμάμαι τι μέρα ήταν τότε. Θυμάμαι πως έγραφα την ριμαδοπτυχιακή. Δως του διορθώσεις και ράψε και ξήλωνε. Δως του ξανά επεξεργασία κύριος κειμένου και παραπομπών. Έπρεπε να έχω και μανία με την τεκμηρίωση τρομάρα μου, μέσα στο καλοκαίρι
Λάθος, και τον χειμώνα την είχα.

Μου την έδωσε, σαν σήμερα, θυμάμαι, παράτησα το λάπτοπ, τα βιβλία και τις σημειώσεις, φόρεσα το αγαπημένο μου τζιν, τις πάνινες μπαλαρίνες, έπιασα φεύγοντας από την πόρτα ένα ελαφρύ ζακετάκι και πήρα το λεωφορείο για το Θέατρο Πέτρας. Έκανε αποπνικτική ζέστη.

Στα χέρια μου ένα μπουκάλι νερό. Συναυλία ήταν να ξεκινήσει. Δεν είχα εισιτήριο, οπότε πήγα από εκείνο το σημείο που μου έμαθαν φίλοι και σκαρφάλωσα με το φως του κινητού το βράχο. Μόνη μου. Βρήκα ένα βραχάκι με θέα και έκατσα.

Λίγο πριν το τέλος της συναυλίας σκαρφάλωσα προς τα κάτω. Αυτή την φορά από την πλευρά του συναυλιακού χώρου. Περπάτησα μέχρι το σπίτι. Μπαίνω στο διαμέρισμα, αφήνω σε μια καρέκλα το τσαντάκι και το ζακετάκι και βγάζω το κινητό για να το αφήσω στο γραφείο, μαζί με το εισιτήριο που με ταξίδεψε στην συναυλία.

Έκατσα και πάλι στην οθόνη και συνέχισα να γράφω σαν να μην είχε διαμεσολαβήσει στιγμή από τότε που σηκώθηκα και την κοπάνησα για λίγες ώρες για να μυρίσω το καλοκαίρι. Εκείνο το καλοκαίρι τότε ήταν πολύ γλυκό, είχε γεύση freddocchino και χρώμα βαθύ κόκκινο όπως αυτό της πανσέληνου του. Το φετινό άραγε τι γεύση και χρώμα θα έχει;

 

Κόμμα παρά τελεία

Είναι βράδυ. Σαν εκείνο τότε που σε συνάντησα. Φοράω το τζιν που σου άρεσε και το πρώτο αμάνικο μπλουζάκι του καλοκαιριού. Ατημέλητη όπως και τότε. Είμαι έξω με φίλους. Ξεσπά βροχή, καλοκαιρινό μπουρίνι και γίνομαι παπί μέχρι να φτάσω στο μετρό στο Μοναστηράκι. Είναι μέρες που γράφω πάλι. Όπως τότε.

Είναι μέρες που κάνω όσα σου έλεγα από μακριά. Κοιτάω στα βιαστικά το κινητό και θυμάμαι την γλυκιά αγωνία που είχα για εκείνα τα τοιχοτρεχάματα μας. Ξέρεις εσύ; Κλείνω πτήση για το επόμενο ταξίδι και θυμάμαι πως ψάχναμε τότε πτήσεις για να έρθουμε πιο κοντά.

Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός βουτηγμένος στα χρώματα καλοκαιρινού ηλιοβασιλέματος. Τέτοιο και το πάθος για ένα καλύτερο παρόν, μια διαφορετική χροία στην καθημερινότητα που μοιάζει με αγριεμένη θάλασσα, μια βουτιά σε ένα αισιόδοξο μέλλον. Κάνω focus σε εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που κάνουν την καθημερινότητα να μοιάζει με κύματα που παίζουν γαλήνια με τα βότσαλα και αγκαλιάζουν απαλά την άμμο.

Don’t want to see another generation drop. I’d rather be a comma than a full stop.


Ζέστη ζεστένια

Moon Rise
Moon Rise by Ben Lat

Σαββατόβραδο. Ήρεμη βράδια μετά από καιρό συνειδητοποιώ πως έχουν ηρεμήσει ευχάριστα τα βράδια μου. Κάνει ζέστη, από εκείνες της ζέστες που κάθεσαι στο μπαλκόνι μπας και σε δροσίσει το περαστικό αεράκι, μπας και σωθείς από το κλιματιστικό και τους ανεμιστήρες. Από εκείνες τις ζέστες που δεν σε πιάνει ο ύπνος και σηκώνεσαι τακτικά για να πιεις νερό. Εκείνα τα βράδια που χαζεύεις το φεγγάρι και τα αστέρια όσο βράζει η άσφαλτος και τα μπετά της γειτονιάς. Είναι περασμένη η ώρα και φτιάχνεις άλλο ένα καφέ. Η βόλτα στην κουζίνα ως υποκατάστατο της βόλτας μέσα στην νύχτα μέσα στην πόλη.

Μια τέτοια βράδια έχουμε λοιπόν, και όλο κάτι θέλω να σου πω και δεν τολμώ να στο πω, δεν με αφήνεις να στο πω για να μη πω μεγάλες και βαριές κουβέντες. Αν με αφήσεις να τις πω τι θα γίνει άραγε; Θα είναι λιγότερο ή περισσότερο μεγάλες και βαριές;